Ακούμε από διάφορες πλευρές, τελευταία ιδιαίτερα,
ότι θα πρέπει οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου να συμμαχήσουν με στόχο να
υποχρεώσουν τις χώρες του Βορρά στην αλλαγή της πολιτικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην χειρότερη εκδοχή της αυτή η προσέγγιση, θεωρεί τις χώρες του Βορρά
υπεύθυνες για την κρίση που περνάμε ως χώρα, αφού είναι η Ευρώπη των «τοκογλύφων»,
των «εκμεταλλευτών», των «κατακτητών» και άλλων λοιπών εκφράσεων που ακούγονται
από ένα ευρύτατο πολιτικό φάσμα.
Αυτές οι
προσεγγίσεις παίρνουν πολλές φορές ακραίες αντιευρωπαϊκές εκφάνσεις, που
καλλιεργούν και αναπτύσσουν όχι απλά τον λεγόμενο ευρωσκεπτικισμό, αλλά έναν
ακραίο αντιευρωπαϊσμό. Κάποιες
δυνάμεις που σιγοντάρουν παρόμοιες πρακτικές και συμπεριφορές στο κοινωνικό
σώμα, ας το σκεφτούν καλύτερα, γιατί ίσως τα βρουν μπροστά τους… Αυτές οι
ακραίες συμπεριφορές απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τους συμμάχους μας,
δημιουργούν εχθρικά αισθήματα, απέναντι στην πιο προοδευτική ιδέα των νεότερων
χρόνων για την Ευρωπαϊκή Ήπειρο. Της συνένωσης και της συνεργασίας χωρών και
λαών, μετά από δύο αιματηρούς παγκόσμιους πολέμους που κάποιοι από τους
πρωταγωνιστές τους, είναι οι σημερινές κινητήριες δυνάμεις της ειρηνικής
ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ασφαλώς αυτή η πορεία δεν είναι όπως ίσως την ήθελαν
κάποιοι από μας, με περισσότερη δημοκρατία και κοινωνική συνοχή, με λιγότερες
ανισότητες, με μεγαλύτερη ταχύτητα προς
μια δημοκρατική ομοσπονδία. Όμως η πορεία αυτή δεν είναι ευθύγραμμη και χωρίς
δυσκολίες. Χρειάζεται να ξεπεραστούν
εθνικά στερεότυπα από όλους μας, για να οικοδομήσουμε μια νέα ευρωπαϊκή
κουλτούρα, όπου το εθνικό συμφέρον θα συμβαδίζει με το ευρωπαϊκό και
αντιστρόφως. Όμως στις σημερινές συνθήκες μιας παγκόσμιας σκληρά
ανταγωνιζόμενης αγοράς, δεν βλέπω καλύτερη επιλογή για να μπορέσουμε να
σταθούμε ως χώρα και ως κοινωνία, παρά
μόνο μέσα από τη κοινή πορεία με τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς.
Στην καλύτερη εκδοχή τους οι προσεγγίσεις αυτές, που
εκφέρονται και από σοβαρούς αναλυτές, εκτιμούν ότι η μοναδική λύση σήμερα για
την αντιμετώπιση της κρίσης, είναι η αλλαγή της πολιτικής των χωρών του Βορρά
και της Ευρωπαϊκής Ένωσης συνολικά και όλα θα πάνε καλά. Θεωρούν δηλαδή ότι η
σωτηρία της χώρας μας και η ανόρθωση της οικονομίας της, μπορεί να γίνει μόνο
εάν αλλάξει η πολιτική των χωρών του Βορρά και ειδικά της Γερμανίας και η
συνολική πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Με δυο λόγια η εκδοχή αυτή λέει ότι, μέσα
από μια συμμαχία με τις χώρες του Νότου, θα υποχρεώσουμε τις χώρες του Βορρά
και ιδιαίτερα τη Γερμανία, να αναθεωρήσουν τη «σφιχτή» οικονομική πολιτική της
λιτότητας και να υποχρεωθούν σε ένα σχέδιο βοήθειας τύπου Μάρσαλ προς τις χώρες
του Νότου. Με δύο λόγια λένε δηλαδή, ότι μια συμμαχία του Νότου, θα υποχρεώσει
τις χώρες του Βορρά να βάλλουν βαθειά το χέρι στην τσέπη τους και να βοηθήσουν
τις χώρες του Νότου. Στο ερώτημα, για
ποιο λόγο οι χώρες αυτές, θα βάλλουν το χέρι βαθειά στην τσέπη τους για χάρη
μας, απαντούν ως εξής περίπου. Γιατί, θα φοβηθούν από τον κίνδυνο διάλυσης της
ευρωζώνης. Έτσι απλά, καθόλου όμως πειστικά. Τουλάχιστον για όσους σκέπτονται
ορθολογικά. Η στρατηγική αυτή αν και αγνοεί απλές αρχές, όπως ότι η
πολιτική δεν ασκείται με εκβιασμούς, αλλά πρέπει να ασκείται με βάση τον
ρεαλισμό, την ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, τον συσχετισμό δυνάμεων και
συμφερόντων, ίσως φαίνεται «γενναία» και ιδιαίτερα ελκυστική σε κάποια
κοινωνικά στρώματα, αλλά και σε τμήματα της πολιτικής ελίτ της χώρας, πάσχει όμως
σε πολλά σημεία της. Και εξηγούμαι :
Κατά
πρώτον η στρατηγική αυτή πάσχει ως προς τον ρεαλισμό της. Κανένα στοιχείο δεν μας υποδεικνύει ότι οι άλλες
Κυβερνήσεις των χωρών του Νότου, ασπάζονται παρόμοιες προσεγγίσεις, ακόμη και
αν υποθέσουμε ότι η ελληνική Κυβέρνηση, συμφωνούσε με τη στρατηγική αυτή.
Δηλαδή βλέπουμε ότι η κάθε χώρα του Νότου που ζει ή την αγγίζει στον έναν ή
στον άλλο βαθμό η οικονομική κρίση, δεν την αφορά στον ίδιο βαθμό, δεν
εκφράζεται με τον ίδιο τρόπο στη κάθε χώρα, οι απαιτούμενες αλλαγές στην κάθε
χώρα δεν είναι ίδιες και οι συμμαχίες και οι προτεραιότητες της κάθε μιας δεν
ταυτίζονται με αυτές των άλλων, εάν κρίνουμε από την στάση και τις ψηφοφορίες
στην ευρωπαϊκή επιτροπή και στα άλλα σώματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δηλαδή,
επειδή σήμερα συμπάσχουμε με τους Ισπανούς ή τους Πορτογάλους, αυτό δεν
σημαίνει ότι η λύση στο πρόβλημά μας, βρίσκεται με μια ή περισσότερες
περιοδείες στις χώρες του Νότου, όπως προτείνουν κάποιοι και αυτομάτως θα
υποχρεωθούν οι χώρες του Βορρά να αλλάξουν τις πολιτικές τους. Το πρόβλημα
είναι πιο σύνθετο. Ασφαλώς χρειάζεται να οικοδομούμε συμμαχίες με χώρες που
μπορούμε να συναντηθούμε σε ένα ή περισσότερα θέματα. Αυτό όμως δεν
προσδιορίζεται γεωγραφικά. Δεν γίνεται να λέμε από τη μια ότι μας γοητεύει το
Σκανδιναβικό μοντέλο και από την άλλη να τους θεωρούμε εχθρούς, επειδή δεν μας
χαρίζουν τα λεφτά τους! Σε πολλά προβλήματα, ίσως χρειάζεται να συνεργασθούμε
και με χώρες του Βορρά, σε άλλα με χώρες της βαλκανικής μας γειτονιάς και σε
άλλα με χώρες του Νότου. Ακόμη όμως και εάν συμφωνούσαν όλοι σήμερα και
μπορούσε να δημιουργηθεί μια μονομερής συμμαχία με τις χώρες του Νότου, ενάντια
στις χώρες του Βορρά, μια τέτοια στρατηγική είναι αδιέξοδη και σε ένα βαθμό
επικίνδυνη για τα εθνικά μας συμφέροντα και όποιοι την προτείνουν δεν έχουν
σκεφτεί τις συνέπειες της σε όλες τις διαστάσεις. Σε τελευταία ανάλυση η στρατηγική αυτή ενισχύει τις θέσεις κάποιων συντηρητικών
κύκλων της Ευρώπης, που ευνοούν την διάσπαση της ευρωζώνης σε Βορρά και Νότο,
εξέλιξη όμως που δεν βοηθά και δεν συμφέρει τις χώρες του Νότου. Γιατί εάν
η στρατηγική της συμμαχίας των χωρών του Νότου ενάντια στις χώρες του Βορρά
έχει ως στόχο την μεταφορά πόρων από το Βορρά στο Νότο, μια διάσπαση της
ευρωζώνης, όχι μόνο δεν εξυπηρετεί αυτό τον στόχο, αντίθετα τον καταστρέφει. Η ευρωπαϊκή προοπτική έχει μέλλον μόνο
ενιαία και όχι μέσα από μια τυχόν διάσπασή της. Ο Νότος έχει ανάγκη το Βορρά
και ο Βορράς έχει ανάγκη το Νότο, γιατί καμιά χώρα της Ευρώπης όσο ισχυρή και
αν είναι, δεν μπορεί να σταθεί με επάρκεια σήμερα απέναντι σε μια Αμερική ή σε
μια συνεχώς ισχυροποιούμενη Κίνα και άλλων ανερχόμενων οικονομικά υπερδυνάμεων.
Και μόνο μέσα από τις πολιτικές της ευρωπαϊκής ενοποίησης και τις προσπάθειες
που πρέπει να κάνουμε οι χώρες του Νότου για τις απαραίτητες αλλαγές και
μεταρρυθμίσεις, μπορούμε να βρούμε ένα κοινό βηματισμό με τις χώρες του Βορρά. Και
όσοι οικονομικοί πόροι και αν μεταφερθούν από το Βορρά στο Νότο, δεν λύνεται το
πρόβλημά μας που είναι δομικό, παραγωγικό. Είναι σαν να ρίχνουμε τόνους νερό σε
ένα βαρέλι δίχως πάτο. Όσα λεφτά και να μας δώσουν, όσα
δισεκατομμύρια χρέος και να μας «κουρέψουν», εάν δεν αλλάξουμε το παραγωγικό
μας μοντέλο, αν δεν κάνουμε τις απαραίτητες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο
Κράτος και στην κοινωνία, απλά θα ζήσουμε μια προσωρινή ψευδαίσθηση λύσης, αλλά
το πρόβλημα μας θα παραμένει.
Έτσι ερχόμαστε στο δεύτερο σκέλος της κριτικής μας
απέναντι στη στρατηγική της συμμαχίας των χωρών του Νότου απέναντι στις χώρες
του Βορρά. Της υποτίμησης και της
απόκρυψης τελικά των ενδογενών αιτιών της κρίσης στη χώρα μας. Δεν είναι
τυχαίο που η τελευταία καπιταλιστική κρίση του 2007-8, επηρέασε πιο έντονα τους
πιο αδύνατους κρίκους της ευρωζώνης, ανάμεσα στους οποίους είναι η χώρα μας.
Ένα πελατειακό κομματικό κράτος με αδύνατες δημοκρατικές δομές ελέγχου και
διαφάνειας, με εκτεταμένη διαφθορά
στις δημόσιες υπηρεσίες του, με μια αποσαρθρωμένη παραγωγική υποδομή και όλα τα
γνωστά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας, για τα οποία μιλάμε τα τελευταία τρία
χρόνια τόσο έντονα. Και μόλις τους τελευταίους εννέα μήνες γίνεται μια
προσπάθεια αντιμετώπισής τους, από εκείνες τις δυνάμεις που έβαλλαν στη άκρη
κομματικές σκοπιμότητες για τη σωτηρία της χώρας. Η στάση και η συμβολή της
κάθε πολιτικής δύναμης θα αποτιμηθεί και θα εκτιμηθεί εν καιρό και τότε θα
κάνει ο καθένας τον λογαριασμό του. Το στοίχημα βέβαια δεν έχει κριθεί ακόμη
οριστικά, αν και τελευταία έχουμε κάποια θετικά σημάδια προς την ανάκαμψη και
την ανόρθωση της χώρας, γιατί αυτό είναι το ζητούμενο σήμερα. Και ασφαλώς η
πορεία αυτή δεν υπολείπεται αντιφάσεων, αντιθέσεων, συντηρητικών αναδιπλώσεων
και αντιστάσεων σε αλλαγές και δημοκρατικές μεταρρυθμίσεις. Ισχυρίζομαι λοιπόν βάσιμα, ότι η στρατηγική
που στηρίζεται σε έναν στείρο αντιμνημονιακό λόγο άρνησης σε όλα και σε μια
συμμαχία του Νότου ως την λύση «δια πάσαν νόσον», αντικειμενικά υποβαθμίζει
τις εσωτερικές αιτίες της κρίσης στη χώρας μας και αποτελεί τον βασικό
παράγοντα αντίστασης σε κάθε αλλαγή και μεταρρύθμιση που επιδιώκεται στο κράτος
και στην κοινωνία.
Θα λέγαμε λοιπόν ότι η απάντηση σήμερα στη κρίση
έχει δύο πλευρές. Η μία αφορά τις προσπάθειες που πρέπει να κάνουμε –Κυβέρνηση
και κοινωνία- για να μεταρρυθμίσουμε και να αλλάξουμε τη χώρα μας. Η άλλη
συνδέεται με τη συμβολή μας στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και προοπτική, για την
αντιμετώπιση των ανισοτήτων και την μεταφορά πόρων από το Βορρά προς το Νότο μέσα
από την αλληλεγγύη και την πορεία για μια δημοκρατική ομόσπονδη Ευρώπη.
Χαλκίδα 20-4-2013
Κώστας Χαϊνάς