Τρίτη 11 Δεκεμβρίου 2018

Η συνεργασία των δημοκρατικών ευρωπαϊκών δυνάμεων, είναι η απάντηση στην άνοδο της ακροδεξιάς στην Ευρώπη και στην χώρα μας.


Ακούμε όλο και περισσότερο από τα χείλη των Κυβερνητικών, ότι είναι αναγκαία η δημιουργία Μετώπου των Προοδευτικών δυνάμεων. Ειδικότερα στα πλαίσια της Ευρώπης η απάντηση στην άνοδο της ακροδεξιάς και  στα φαινόμενα τύπου Σαλβίνι και Όρμπαν, είναι η συνεργασία των κομμάτων του προοδευτικού τόξου, εννοώντας βέβαια τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας και της αριστεράς τύπου ΣΥΡΙΖΑ, Μελανσόν και λοιπών προοδευτικών. Όμως για κάθε δημοκρατικό ευρωπαίο πολίτη, η αντιμετώπιση της ακροδεξιάς καταιγίδας τύπου Λεπέν, Όρμπαν  και Σαλβίνι, απαιτεί την συνεργασία όλων των ευρωπαϊκών δημοκρατικών δυνάμεων και όχι μόνο των λεγόμενων προοδευτικών. Η επιμονή όμως κάποιων, στο λεγόμενο προοδευτικό Μέτωπο, κρύβει μια άλλη επιδίωξη τους που χρησιμοποιεί ως προκάλυμμα, είτε τον ακροδεξιό κίνδυνο, είτε ένα κούφιο αντιδεξιό σύνδρομο. Ένα απολίτικο σύνδρομο που έχει μπολιαστεί όμως χρόνια τώρα στην συνείδηση ενός τμήματος των ψηφοφόρων. Μην παραξενευθείτε λοιπόν εάν ακούσουμε ξανά το επόμενο διάστημα το περίφημο σύνθημα, ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά. Η κρυφή επιδίωξη αυτών των προοδευτικών, είναι η ματαίωση κάθε τύπου συνεργασίας και κυρίως Κυβερνητικής, των δημοκρατικών ευρωπαϊκών δυνάμεων της χώρας, μετά τις εκλογές. Δυνάμεων που σήμερα βρίσκονται, είτε στα δεξιά, είτε στο Κέντρο, είτε στα αριστερά του κλασσικού πολιτικού φάσματος. Όμως οι εξελίξεις και οι ανάγκες της χώρας είναι τέτοιες, που αυτές οι επιδιώξεις θα ακυρωθούν από την ίδια την δυναμική των πραγμάτων. Και εκεί θα μετρηθούν και θα αναδειχθούν οι πραγματικά προοδευτικές δυνάμεις της χώρας.  Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά και ας δούμε τι είναι σήμερα προοδευτικό και τι όχι στην Ευρώπη και στην χώρα μας.

Στα πλαίσια της Ευρώπης τα βήματα που έγιναν μετά τον πόλεμο μέχρι σήμερα, με την δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλων ιστορικών προοδευτικών αλλαγών, που έθαψαν οριστικά το τσεκούρι του πολέμου και δημιούργησαν το σύγχρονο υπόδειγμα του κοινωνικού Κράτους και της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας, φέρνουν φαρδιά πλατιά την υπογραφή των δημοκρατικών δυνάμεων της Ευρώπης. Δηλαδή της ευρωπαϊκής χριστιανοδημοκρατίας και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.  Που ήταν η αριστερά κάθε μορφής τις δεκαετίες μετά την λήξη του πολέμου ; Απέναντι ασφαλώς σ’ αυτό το ιστορικό εγχείρημα. Ποιος δεν θυμάται το σύνθημα, ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο ; Ποιος δεν θυμάται ότι μέχρι την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού”, η αριστερά τον προέβαλλε ως το αντίπαλο δέος του απάνθρωπουευρωπαϊκού καπιταλισμού. Εξαιρουμένων κάποιων φωτεινών εξαιρέσεων, τα κόμματα σύμπασας της αριστεράς, κομμουνιστικής ή όχι, εξεπλάγησαν δυσάρεστα, από την ραγδαία και αναίμακτη σχεδόν κατάρρευση των χωρών του ανατολικού μπλοκ.

Στην χώρα μας το σύνθημα της αριστεράς, πέραν της κομμουνιστικής εκδοχής, η οποία απορρίπτει εκ προοιμίου την Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν πάντα ότι χρειαζόμασταν μια άλλη διαφορετική Ευρώπη, από αυτή που οικοδομούσαν η ευρωπαϊκή χριστιανοδημοκρατία και η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, δεκαετίες τώρα. Ακόμη και σήμερα, ακόμη και μετά τα σκληρά μαθήματα που πήρε και η ίδια η λεγόμενη και  ριζοσπαστική αριστερά, από την κυβερνητική της θητεία εδώ και τέσσερα περίπου χρόνια, η θέση της για την Ευρώπη παραμένει προβληματική σε πολλά σημεία. Αφού δεν έχει αναθεωρήσει πολλές από τις βασικές αντι-ευρωπαϊκές θεωρητικές της επεξεργασίες. Και για να μιλήσουμε μόνο για μία απ’αυτές. Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί το μέτωπο των χωρών του Νότου, ενάντια στις χώρες του Βορρά ως στρατηγική επιλογή του. Τα πλεονάσματα του Βορρά είναι τα ελλείμματα του Νότου, κραύγαζαν μέχρι πρόσφατα. Γιατί κανένας δεν γνωρίζει τι ισχύει πραγματικά από τις κατά καιρούς θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αφού τις χρησιμοποιεί όλες ανάλογα με την συγκυρία. Με την θέση του περί Μετώπου του Νότου, διεκδικεί στην ουσία περισσότερα λεφτά από τις πλεονασματικές χώρες του Βορρά. Πλεονάσματα όμως, που δημιουργήθηκαν από την παραγωγή πλούτου των χωρών αυτών και δεν τους τα χάρισε, ούτε τους τα δάνεισε κάποιος. Είναι λοιπόν δυνατόν να θεωρείται προοδευτική η θέση περί Μετώπου των χωρών του Νότου, ενάντια στις χώρες του Βορρά, όπως εκφράζεται από κάποιους που αυτοπροσδιορίζονται ως προοδευτικοί ;  

Δεύτερον, όταν σήμερα το κυρίαρχο πρόβλημα των πρωταγωνιστών της ενοποίησης της Ευρώπης, είναι η αντιμετώπιση των νέων προκλήσεων που δημιουργεί ο παγκόσμιος ανταγωνισμός. Όταν σήμερα η Γερμανία η ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης, θεωρείται μικρή έως μεσαία χώρα στις συνθήκες της παγκοσμιοποίησης. Και αυτό θα γίνεται εντονότερο με την πάροδο των χρόνων.  Όταν, η σαρωτική εφαρμογή των νέων τεχνολογιών (π.χ. 3D Printing) και της ρομποτικής στην παραγωγική διαδικασία, ανατρέπουν εκ βάθρων στην κυριολεξία τα εργασιακά δεδομένα. Όταν οι μεγάλες ευρωπαϊκές παραγωγικές μονάδες μετακομίζουν όλο και πιο πολύ προς Ανατολάς. Όταν λοιπόν γίνονται όλα αυτά και το πραγματικό ζητούμενο για την Ευρώπη και τις προοδευτικές δυνάμεις είναι η παραγωγή νέου πλούτου, για να μπορέσεις να κάνεις στην συνέχεια μια δίκαιη αναδιανομή. Την ίδια στιγμή ο κος Τσίπρας στην ομιλία του στο Συνέδριο του SPD, συμβουλεύει τους Γερμανούς σοσιαλδημοκράτες, ότι το βασικό διακύβευμα σήμερα για τις προοδευτικές δυνάμεις είναι η αναδιανομή του πλούτου. Καμιά αναφορά στο πως θα παραχθεί ο πλούτος. Τον κ. Τσίπρα δεν τον απασχολεί πως θα αντιμετωπισθούν οι νέες προκλήσεις ή τουλάχιστον δεν μας λέει. Το μόνο ζητούμενο για τον ίδιο είναι η μοιρασιά του πλούτου. Το πώς θα δημιουργηθεί αυτός το προσπερνάει ως μη ζητούμενο. Και κάποιοι σοσιαλδημοκράτες την ίδια στιγμή στην Ευρώπη και εδώ, τον χειροκροτούν και τον κατατάσσουν στις προοδευτικές δυνάμεις. Συγνώμη, αλλά είναι λίγο αυθαίρετο αυτό. Δεν θεωρείται προοδευτική μια δύναμη, η οποία αδιαφορεί, για τις νέες προκλήσεις που έχουν μπροστά τους οι ευρωπαϊκές δημοκρατικές δυνάμεις και περιμένουν κάποιους άλλους να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Δηλαδή το πώς της δημιουργίας του νέου πλούτου. Και οι προοδευτικοί της Ευρώπης μετά να έρχονται και να μας μιλάνε για αναδιανομή του. Ασφαλώς η δίκαιη αναδιανομή του πλούτου είναι ένα σοβαρό πρόβλημα για την Ευρώπη, αλλά εκτιμώ ότι είναι πιο σημαντικό και πιο προοδευτικό το ενδιαφέρον για την προηγηθείσα παραγωγή του, με σεβασμό στους φυσικούς και ανθρώπινους πόρους.

Κάθε λογικός προοδευτικός άνθρωπος πιστεύει βαθειά, ότι οποιαδήποτε κίνηση προς τα εμπρός της σημερινής Ευρώπης είναι η περαιτέρω συνεργασία όλων των χωρών και όλων των πραγματικά προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων, που πρεσβεύουν την περαιτέρω ενοποίηση της. Αυτό δηλαδή που κάνουν σήμερα η Καγκελάριος Μέρκελ και ο Πρόεδρος Μακρόν. Άρα η υπόθεση της κίνησης προς την πρόοδο της Ευρώπης, απαιτεί και προϋποθέτει την συνεργασία όλων των πραγματικών προοδευτικών δυνάμεων της Ευρώπης. Και αυτές σήμερα δεν αναζητούνται μέσα από έναν τεχνικό διαχωρισμό, Αριστερά – Δεξιά. Αλλά με βάση τα πραγματικά στοιχεία της εφαρμοσμένης πολιτικής των πολιτικών δυνάμεων στο Ευρωπαϊκό πεδίο. Γιατί ένας τέτοιος διαχωρισμός συμπεριλαμβάνει στις λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις τον Μελανσόν  για παράδειγμα, έναν από τους πιο σοβαρούς ευρωσκεπτικιστές. Και από την άλλη μεριά εξαιρεί π.χ. την κα Μέρκελ, μια από τις πιο συνεπείς προοδευτικές ηγέτες της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Οι πραγματικές προοδευτικές δυνάμεις στην Ευρώπη όπως αποδείχθηκε ιστορικά μετά τον πόλεμο, είναι οι δυνάμεις της ευρωπαϊκής χριστιανοδημοκρατίας και της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, που ήταν και οι πρωταγωνιστές στην οικοδόμηση της Ενωμένης Ευρώπης.  Με την πάροδο των χρόνων στην Ευρώπη, θα εμφανίζονται και νέες πολιτικές δυνάμεις που θα απορρίπτουν το δίπολο Δεξιά – Αριστερά και θα το υποκαθιστούν όλο και περισσότερο από νέα δίπολα, όπως Ευρωπαϊστές – Εθνικιστές ή λαϊκιστές – αντι-λαϊκιστές. Οι Ευρωπαϊστές σήμερα, διαπερνούν οριζόντια όλο το κλασσικό πολιτικό φάσμα Δεξιά – Αριστερά, όπως συμβαίνει και με τους Εθνικιστές. Από μόνοι τους βεβαίως αυτοί οι νέοι διαχωρισμοί δεν εκφράζουν την δημιουργία κάποιας εντελώς νέας πολιτικής θεωρίας. Όμως σίγουρα εκφράζουν κάποια ιστορική υπέρβαση της αντίθεσης Δεξιά – Αριστερά εν εξελίξει.  Θα δούμε ποιο περιεχόμενο και πως θα εκφραστούν όλα αυτά στο μέλλον. Όμως δεν είναι δυνατόν να προσπαθούμε να ερμηνεύσουμε τον σημερινό κόσμο και τις αντιθέσεις του, με εργαλείο απλά και μόνο τον διαχωρισμό Δεξιά – Αριστερά. Η χρέωση σήμερα του συντηρητισμού στην Δεξιά και  του προοδευτισμού στην Αριστερά, δεν είναι μόνο υπεραπλούστευση αλλά και ανιστόρητη.

Στην χώρα μας με βάση τα παραπάνω, οι προοδευτικές ευρωπαϊκές δυνάμεις που καλούνται σήμερα να πρωταγωνιστήσουν στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, βρίσκονται και στην δεξιά και στην αριστερά και στο κέντρο του κλασσικού πολιτικού φάσματος. Και σύντομα αυτές οι δυνάμεις, θα προσκληθούν από τις ίδιες τις εξελίξεις να συνεργασθούν και Κυβερνητικά, για να οδηγήσουν τη χώρα με συνέπεια στον ευρωπαϊκό δρόμο της κανονικότητας, χωρίς εξαναγκασμούς, αλλά συνειδητά και χωρίς ψεύτικα περί προοδευτισμού διλήμματα, απέναντι στους αντιευρωπαϊστές, τους λαϊκιστές και τους εθνικιστές.


9-12-2018
Κώστας Χαϊνάς

Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Περί Αντι-ΣΥΡΙΖΑ και “προοδευτικού μετώπου”




Αν δούμε με όσο γίνεται πιο αντικειμενική ματιά τι έγινε μετά την νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Ιανουαρίου αλλά και του Σεπτεμβρίου του 2015, σε σχέση με τις προτεραιότητες και τις στρατηγικές επιλογές του, θα δούμε ότι αυτή που κυριαρχεί και χαρακτηρίζει την περίοδο αυτή μέχρι σήμερα, είναι η συνεργασία με τον κο Καμένο-ΑΝΕΛ και με στελέχη της καραμανλικής δεξιάς. Συνεργασία που εξασφάλισε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και την συγκρότηση της Κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ. Και αυτό έχει μεγάλη σημασία, γιατί η συμμαχία με τους κ. Καμμένο-ΑΝΕΛ και τα καραμανλικά στελέχη, αποτέλεσε στρατηγική επιλογή του κου Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ είχε και άλλες επιλογές τις οποίες απέρριψε. Αποδεικνύει ότι το πολιτικό σχέδιο της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, ήταν αδιάρρηκτα συνδεδεμένο με την συγκυβέρνηση με αυτό το κομμάτι της κοινοβουλευτικής δεξιάς και ακροδεξιάς, που είχε αποσπαστεί από την ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, γιατί διαφώνησε με την μνημονιακή στροφή της. Και εντάξει, τον Ιανουάριο του 2015 θεωρώντας ότι το κύριο διακύβευμα ήταν η αντίθεση μνημόνιο – αντιμνημόνιο οι ΑΝΕΛ και ο κος Καμένος ήταν οι προνομιακοί συνομιλητές του κου Τσίπρα για την συγκρότηση της 1ης αντιμνημονιακής Κυβέρνησης. Τον Σεπτέμβριο όμως του 2015 τι έγινε ; Το Σεπτέμβριο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε υπερψηφίσει το 3ο αριστερό μνημόνιο, στο οποίο συμπεριλήφθηκαν σημαντικές δεσμεύσεις της χώρας, πολύ δυσκολότερες σε ορισμένα σημεία από αυτές του 1ου και του 2ου μνημονίου. Γιατί επιλέγει ο κος Τσίπρας και πάλι ως συμμάχους και εταίρους τον κο Καμμένο και τον κο Παπαγγελόπουλο και όχι για παράδειγμα το ΠΟΤΑΜΙ και τον κο Θεοδωράκη, ο οποίος τουλάχιστον μέχρι εκείνη την περίοδο δεν ήταν αρνητικός σε μια κυβερνητική συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ. Τι έγινε στην φάση αυτή και ο κος Τσίπρας επιλέγει τον κο Καμένο ; Η ιστορική έρευνα κάποια στιγμή είμαι σίγουρος ότι θα αναδείξει τις λεπτομέρειες και τα γεγονότα, τα οποία θα φωτίσουν την περίοδο εκείνη και θα μας δώσουν επαρκείς εξηγήσεις. Σήμερα μπορούμε να κάνουμε μόνο παραδοχές και υποθέσεις.

Στις εκλογές λοιπόν του 2012 ήταν εμφανές ότι η αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, κάλπαζε προς την εξουσία και το πιθανότερο ήταν ότι, στις επόμενες εκλογές θα κυριαρχούσε. Με το μήνυμα αυτό όλες οι δυνάμεις που είχαν κινητοποιηθεί και ενεργοποιηθεί υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ, εντός και εκτός της χώρας, ετοιμάζονται για την επόμενη μέρα. Λαμπροί εκπρόσωποι της οικονομικής κ.λ.π. ελίτ της χώρας, μόνο ως υποστηρικτές του Κομμουνιστικού Μανιφέστου δεν εμφανίσθηκαν. Ο χαρισματικός κος Τσίπρας τους είχε κλέψει την (δεξιά) ψυχή τους. Ένα σημαντικό τμήμα αντιμνημονιακών στελεχών της συντηρητικής παράταξης, προσχωρούν αθόρυβα στο αντιμνημονιακό μέτωπο. Στην βάση της κοινωνίας μεγάλα τμήματα της εκλογικής βάσης της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ τους ακολουθούν, τασσόμενοι είτε με τον κο Καμένο και τους ΑΝΕΛ, είτε με τον αριστερό ΣΥΡΙΖΑ. Ασφαλώς το μεγάλο κομμάτι του ΠΑΣΟΚ μετακινήθηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ το 2012, αλλά το 2015 είχαμε και ένα άλλο χαρακτηριστικό. Ένα μεγάλο τμήμα ψηφοφόρων, της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, των ΑΝΕΛ ακόμη και της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ”, σε σύνολο πάνω από 17% μετακινήθηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ. (Στοιχεία GPO). Και εάν δεν μπορούσε να κυριαρχήσει μόνος τους, αυτό θα γινόταν πραγματικότητα με μια μικρή βοήθεια ενός δεξιού αντιμνημονιακού κόμματος. Έτσι λοιπόν το 2015, ένα σημαντικό τμήμα παραδοσιακών ψηφοφόρων της δεξιάς παράταξης”, επέλεξε τον ΣΥΡΙΖΑ, ιδιαίτερα των τμημάτων που είναι διασυνδεμένα με κρατικές προσόδους και άλλα ωφελήματα πελατειακού τύπου, αλλά και όσων πίστεψαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα τους χάριζε τα δάνεια, τον ΕΝΦΙΑ και τις άλλες αυταπάτες και απάτες που υποσχέθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ τον Ιανουάριο του 2015. Αυτή η εκλογική βάση εκφράστηκε στην 1η αλλά και στην 2η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, όπου αξιοποιήθηκαν όχι μόνο τα στελέχη των ΑΝΕΛ, αλλά και άλλα στελέχη που σηματοδοτούσαν την συντηρητική παράταξη και κυρίως την καραμανλική πτέρυγα.

Τι γίνεται λοιπόν και ο κος Τσίπρας επιλέγει και στην 2η Κυβέρνηση του, να στηριχθεί στους ΑΝΕΛ, στον κο Καμένο και στα καραμανλικά στελέχη ; Τη στιγμή που είχε προφανείς άλλες κυβερνητικές επιλογές συνεργασίας και μάλιστα με μεγαλύτερη κατά μία έδρα πλειοψηφία (ΣΥΡΙΖΑ & ΠΟΤΑΜΙ) ; Και δεν αναφέρομαι στο ΠΑΣΟΚ, το οποίο με την συνεργασία της ΔΗΜΟΚΑΤΙΚΗΣ ΣΥΜΠΑΡΑΤΑΞΗΣ, είχε εξασφαλίσει 17 έδρες, θεωρώντας ότι ο κος Βενιζέλος αποτελούσε κόκκινο πανί για τον ΣΥΡΙΖΑ. Προσέξτε. Την επόμενη ημέρα των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015, έχουμε έναν εν δυνάμει προοδευτικό σύμμαχο και ο κος Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ, επιλέγει και πάλι τον ακροδεξιό κο Καμένο και τους ΑΝΕΛ. Αυτό ερμηνεύεται με πολιτικούς όρους, ότι η συμμαχία με τον κο Καμένο και τους ΑΝΕΛ αποτελούσε ασφαλέστερη και καλύτερη επιλογή για τον κο Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ. Για τις πολιτικές που ήθελε να ακολουθήσει στην συνέχεια η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, ο κος Καμένος έδινε μεγαλύτερη ασφάλεια στον κο Τσίπρα, σε σχέση με τον κο Θεοδωράκη. Η επιμονή του κου Τσίπρα να επιλέξει τον κο Καμένο και τους ΑΝΕΛ, ως κυβερνητικούς συμμάχους για τέσσερα χρόνια τώρα, δεν είναι μια συγκυριακή επιλογή. Ήταν και συνεχίζει να είναι μια στρατηγική επιλογή για τον κο Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ και βασικό στοιχείο του προοδευτισμού του.

Με βάση τα παραπάνω τα λεγόμενα του ΣΥΡΙΖΑ και κου Τσίπρα περί προοδευτικού μετώπου, ακούγονται περισσότερο ειρωνικά και ως κοροϊδία προς τις άλλες δυνάμεις του προοδευτικού τόξου”. Δηλαδή μέχρι τώρα, ο κος Τσίπρας θεωρούσε τις δυνάμεις αυτές, δυνάμεις του χτες όπως έλεγε και γι αυτό δεν συμμάχησε μαζί τους. Τώρα είναι δυνατόν να βαπτίζονται προοδευτικές δυνάμειςκαι να επιδιώκει την συνεργασία μαζί τους ; Προσέξτε, όχι για σήμερα, αλλά για μετά τις επόμενες εκλογές. Σήμερα τους λέει απροκάλυπτα κοροϊδευτικά, κυβερνάω μια χαρά με τον κο Καμένο και τους ΑΝΕΛ, εσάς σας θέλω μετά τις επόμενες εκλογές. Και τους απειλεί μάλιστα. Ότι εάν συνεργασθούν ή στηρίξουν μια Κυβέρνηση με κορμό την ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ, θα είναι υπεύθυνοι για την συντηρητική παλινόρθωση του κου Μητσοτάκη !    
     
Και επί τοις ουσίας, ας κάνουμε μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε τι είναι σήμερα προοδευτικό και τι συντηρητικό; Είναι προοδευτικό σήμερα να κυβερνάς με ακροδεξιούς και λαϊκιστές τύπου Καμένου ; Είναι προοδευτικό να κυβερνάς σήμερα μια χώρα κυριολεκτικά με την παρέα σου και μια ομάδα στελεχών, με ένα κόμμα αποξενωμένο, νεκρό στην ουσία και κυρίως αμέτοχο και θεατή στις μεγάλες επιλογές της χώρας; Είναι προοδευτικό να διορίζεις σε διοικητικές θέσεις κρατικών οργανισμών, τους κομματικούς φίλους και τους συγγενείς σου, χωρίς καμιά αξιοκρατική επιλογή ; Είναι προοδευτικό να κάνεις μικροεξυπηρετήσεις σε πολίτες, αντί να διορθώνεις τις παθογένειες της δημόσιας διοίκησης και να αντιμετωπίζεις τις αιτίες  που τις δημιουργούν; Είναι προοδευτικό να λες με κάθε ευκαιρία, ότι και οι άλλοι τα ίδια έκαναν, καλύπτοντας και δικαιολογώντας κάθε δική σου ολιγωρία, λάθος, ανευθυνότητα, αμοραλισμό ; Είναι προοδευτικό το μήνυμα της Ιθάκης, μέσω του οποίου έσπειρε το μίσος και τον διχασμό, πιστή συνέχεια του περίφημου ή εμείς ή αυτοίή του ανεκδιήγητου ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν;

Όχι φίλοι του ΣΥΡΙΖΑ και κ. Τσίπρα, ευχαριστούμε δεν θα πάρουμε αυτόν τον προοδευτισμό που μας σερβίρετε. Και το πρόβλημα όπως καταλαβαίνετε δεν αφορά κάποιο ΑντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο. Αυτή η απέχθεια και η δυσανασχέτηση που συναντάτε στους πολίτες, δεν είναι αποτέλεσμα της δουλειάς και των άρθρων κάποιων ΑντιΣΥΡΙΖΑ φίλων. Είναι το αποτέλεσμα των δικών σας επιλογών και πολιτικών. Μην παραξενεύεστε λοιπόν όταν όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης σήμερα δεν γοητεύονται από τις παραινέσεις σας για Προοδευτικό Μέτωπο. Και αυτό είναι αποτέλεσμα της συμπεριφοράς σας απέναντι στα στελέχη τους και στα ίδια, που την μία μέρα ανήκουν στο παλαιό διεφθαρμένο σύστημα και την άλλη στο προοδευτικό μέτωπο. Τι θα ψηφίσουμε και τι θα κάνουν οι πολίτες στις κάλπες όποτε και εάν στηθούν, είναι δικαίωμα του καθένα και στην δημοκρατία αυτό είναι αναφαίρετο και καμιά ψήφος δεν εκβιάζεται. Τι θα κάνουν μετά τις επόμενες εκλογές, επίσης τα πολιτικά κόμματα του συνταγματικού τόξου, είναι ένα θέμα που θα το  λύσουν τα ίδια, δημοκρατικά, μέσα από τα συντεταγμένα πολιτικά τους όργανα. Προσωπικά είμαι υπέρ της συνεννόησης και της συνεργασίας, εκείνων των συνταγματικά δημοκρατικών και ευρωπαϊκών δυνάμεων, που θα έχουν την πλειοψηφία και θα συμφωνούν πάνω σε προγραμματική βάση, στη βάση των πραγματικών προβλημάτων της χώρας, χωρίς ψεύτικους διαχωρισμούς και εκβιαστικά διχαστικά διλήμματα περί δεξιάς και αριστεράς. Γιατί ο πραγματικός προοδευτισμός σήμερα, έχει υπερβεί σε ένα βαθμό πλέον τα γνωστά κλισέ και τους διαχωρισμούς δεξιάς - αριστεράς του περασμένου αιώνα. Εκτιμώ ότι είναι θέμα χρόνου και στην χώρα μας, να ξεφύγουμε από τους διαχωρισμούς του παρελθόντος και να εστιάσουμε στα σύγχρονα προβλήματα και στις σημερινές αντιθέσεις, που δεν έχουν καμιά σχέση με το σχήμα δεξιά - αριστερά. Η υπέρβαση του σχήματος δεξιάς – αριστεράς, εκφράσθηκε σε ένα βαθμό στην Γερμανία, όπου αριστερά (SPD-σοσιαλδημοκρατία) και δεξιά (CDU-Χριστιανοδημοκρατία), συνεργάζονται εδώ και πολλά χρόνια για την πρόοδο της χώρας τους και ο χειρότερος εχθρός της Μέρκελ δεν είναι η αριστερά κάθε έκφανσης, αλλά η ακροδεξιά Εναλλακτική για την Γερμανία(AfD). Αποδείχθηκε η υπέρβαση του περίτρανα στην Γαλλία, όπου ο Μακρόν άνοιξε νέους δρόμους, με την νίκη του απέναντι και στην σοσιαλδημοκρατία και την χριστιανοδημοκρατία. Μετά τις κατακτήσεις του προηγούμενου αιώνα στην Ευρώπη μέσα από τις αντιθέσεις τους, αλλά και την συμβολή και των δύο μεγάλων πολιτικών ρευμάτων, του φιλελευθερισμού και της σοσιαλδημοκρατίας, οι σύγχρονες πολιτικές αντιθέσεις διεθνοποιούνται και αρχίζουν να διαμορφώνονται όλο και πιο καθαρά και σε περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, παίρνοντας ένα σύγχρονο περιεχόμενο πάνω σε δίπολα όπως, ο ευρωπαϊσμός απέναντι στον εθνικισμό, ο ρεαλισμός και η πολιτική υπευθυνότητα απέναντι στον λαϊκισμό. Κάποιοι επενδύουν, σε ξεπερασμένα σχήματα δεξιάς – αριστεράς, στο θυμικό και στο συναίσθημα κάποιων που μεγάλωσαν με παρόμοιους διαχωρισμούς και είναι ευάλωτοι σε συνθήματα του τύπου ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει δεξιά, με μοναδικό στόχο να εγκλωβίσουν πολίτες σε ψεύτικα πλέον διλήμματα και να υφαρπάξουν την ψήφο τους. Ελπίζω να αποτύχουν.


2-9-2018
Κώστας Χαϊνάς


Τετάρτη 14 Μαρτίου 2018

Ποια είναι τα αίτια της υποχώρησης των δυνάμεων της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας ;



Σε ένα πρόσφατο άρθρο του ο πρώην υπουργός κος Καστανίδης, https://thecaller.gr/opinion/arthro-xari-kastanidi-i-krisi-kai-i-prooptikes-tis-sosialdimokratias/, κάνει μια προσπάθεια αναζήτησης των αιτιών υποχώρησης της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας. Τι μας λέει ακριβώς ο αρθρογράφος ; Οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας υποχώρησαν στην Ευρώπη γιατί, μετακίνησαν τον ιδεολογικό και πολιτικό τους άξονα δεξιότερα. Οι αναθεωρήσεις που επέλεξαν έφεραν πιο κοντά τις θέσεις τους στις απόψεις του νεοφιλελευθερισμού. Τo επιχείρημα αυτό είναι ακριβώς τα ίδιο επιχείρημα με αυτό που χρησιμοποιεί η λεγόμενη ριζοσπαστική λαϊκίστικη αριστερά, για να πλήξει την σοσιαλδημοκρατία. Όμως ανεξάρτητα απ’ αυτό, ας εξετάσουμε την βασιμότητα αυτού του επιχειρήματος. Ο αρθρογράφος μας λέει παντού στο κείμενο ότι η σοσιαλδημοκρατία έχασε δυνάμεις και κατέληξε, Κυβερνητικό συμπλήρωμα των Χριστιανοδημοκρατών, αναφέροντας το παράδειγμα της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, γιατί υιοθέτησε τις θέσεις του νεοφιλελευθερισμού, όπως τον αποκαλεί. Δηλαδή, το μόνο αξιολογικό κριτήριο ορθότητας μιας πολιτικής δύναμης για τον αρθρογράφο, είναι η μείωση της εκλογικής απήχησης της και η απομάκρυνση της από την άσκηση της Κυβερνητικής εξουσίας σε άλλες περιπτώσεις, αφού έχασε την εκλογική επιρροή του παρελθόντος. Ασφαλώς μετά από κάθε εκλογική ήττα, θα πρέπει να αναζητούνται λάθη ή παραλείψεις ακόμη και στρατηγικές επιλογές, οι οποίες ενδεχομένως να επηρέασαν αρνητικά το εκλογικό σώμα. Όμως το να θεωρείς, όπως κάνει ο αρθρογράφος, a priori ως απόλυτη αλήθεια, ότι το εκλογικό σώμα αποκλείεται να κάνει λάθος και πάντα η ετυμηγορία του είναι κριτήριο ορθότητας μιας πολιτικής, είναι Μέγα Λάθος. Και εξηγούμαι.

Πολλές φορές στην ανθρώπινη ιστορία έχει αποδειχθεί ότι ο λαός, έκανε λάθος επιλογές και τις πλήρωσε μάλιστα ορισμένες φορές, πολύ ακριβά. Ενδεχομένως λοιπόν η υποχώρηση της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας να οφείλεται στην μη κατανόηση από το λαότης αναγκαίας αναθεώρησης της πολιτικής της, όπου χρειάστηκε να γίνει. Αντιστρέφω τους συλλογισμούς του αρθρογράφου. Γιατί ήταν λάθος η δεξιά πολιτικήτου Σρέντερ στην Γερμανία την δεκαετία του 2000, με τις επώδυνες και νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις που επέβαλλε και όχι μια υπεύθυνη πολιτική που βοήθησε την Γερμανία να μην βυθισθεί στην οικονομική κρίση του 2007; Ενδεχομένως να μην άρεσε στο λαό αυτή η πολιτική και να καταψήφισαν την σοσιαλδημοκρατία στις επόμενες εκλογές, αλλά αυτή η πολιτική ήταν που έδωσε στην Γερμανία την μεγάλη ώθηση της επόμενης δεκαετίας. Ενδεχομένως σε πολλούς να μην αρέσει, ούτε η τωρινή, ούτε η χθεσινή συναίνεση της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας για την δημιουργία του μεγάλου συνασπισμού με την Χριστιανοδημοκρατία, θεωρώντας την καταστροφή. Όμως ιστορικά ήδη αυτή η συναίνεση, έχει καταγραφεί στα θετικά της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, όσον αφορά τα επιτεύγματα στην ίδια την Γερμανία, αλλά και στην Ευρώπη. Η συναίνεση αυτή βοήθησε καθοριστικά να αντιμετωπισθούν μεγάλα και σοβαρά προβλήματα, όπως το μεταναστευτικό και η τελευταία οικονομική κρίση  που απείλησε την διάλυση του μεγαλύτερου μεταπολεμικού επιτεύγματος, την ευρωπαϊκή Ένωση. Και η αλήθεια είναι ότι η χώρα μας ιδιαίτερα επωφελήθηκε από την συναίνεση αυτή της Γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Ενδεχομένως η στάση αυτή της σοσιαλδημοκρατίας να αποτιμήθηκε αρνητικά από τους ψηφοφόρους της, αλλά αυτό είναι ένα πρόσκαιρο στοιχείο, στην πολιτική. Η ιστορική αποτίμηση θέλει τον χρόνο της και ξαναλέμε. Δεν είναι το καθοριστικό αξιολογικό κριτήριο ορθότητας μιας επιλογής, το τι ακριβώς θέλει ο λαός κάθε φορά. Αυτήν την αντίληψη την υιοθετούν παραδοσιακά μόνο τα λαϊκίστικα και ανεύθυνα κόμματα που κέρδισαν εκλογική επιρροή δημαγωγώντας ασύστολα, αλλά όταν ανέλαβαν Κυβερνητικές ευθύνες, αναγκάσθηκαν είτε να προσγειωθούν ανώμαλα στην σκληρή πραγματικότητα, είτε οδήγησαν τις χώρες στους σε αδιέξοδα.

Ας δούμε όμως και ένα άλλο θεωρητικό επιχείρημα του αρθρογράφου, που χρησιμοποιεί για να ισχυροποιήσει την θέση του περί ταύτισης της σοσιαλδημοκρατίας με τον νεοφιλελευθερισμό, όπως λέει. Επισημαίνει αρχικά και σωστά κατά την γνώμη μας, την υιοθέτηση εκ μέρους της σοσιαλδημοκρατίας, δύο  θεμελιωδών αρχών. Την αναγνώριση της αγοράς ως το μόνο ρεαλιστικό τρόπο παραγωγής πλούτου και την δίκαιη αναδιανομή του μέσω του κοινωνικού Κράτους για την κάλυψη των αναγκών των πιο αδύνατων οικονομικά και τον μετριασμό των κοινωνικών ανισοτήτων. Στην συνέχεια όμως επισημαίνει ότι μετά το 1970, σε συνθήκες της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, απελευθερώνεται η κίνηση του κεφαλαίου και ο φονταμενταλισμός των δυνάμεων της παγκόσμιας αγοράς κατέστη η νέα πραγματικότητα”, όπως χαρακτηριστικά λέει. Και τι προτείνει για την αντιμετώπιση αυτού του φονταμενταλισμού ; Την επιστροφή στην εθνική κυριαρχία (!) αφού όπως λέει, στο πολιτικό τρίλημμα παγκοσμιοποίηση, δημοκρατία και εθνική κυριαρχία δεν μπορούμε να επιλέξουμε και τα τρία μαζί. Οι σοσιαλιστές πρέπει να δώσουν έμφαση στη Δημοκρατία και την εθνική κυριαρχία. Το λογικό σφάλμα του αρθρογράφου είναι ότι θεωρεί την παγκοσμιοποίηση ως πολιτική επιλογή και όχι ως μια εν πολλοίς αντικειμενική διαδικασία. Η γνώση, η πληροφορία, η εργασία, οι άνθρωποι, οι μεταφορές, οι επικοινωνίες και κατ’ επέκταση το κεφάλαιο, υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα σήμερα εξ ανάγκης και όχι γιατί απλά το επέλεξαν κάποιοι. Αυτή η ιστορική κίνηση της παγκοσμιοποίησης, ήταν από την δημιουργία των ανθρώπινων κοινωνιών. Απλά στην σύγχρονη εποχή, άλλαξαν οι ρυθμοί και τα πεδία της παγκοσμιοποίησης, λόγω της τεχνολογικής επανάστασης της πληροφορικής και των τηλεπικοινωνιών. Στην διαδικασία αυτή της παγκοσμιοποίησης έχουμε θετικά στοιχεία, αλλά και παρενέργειες. Έτσι λοιπόν δεν τίθεται θέμα επιλογής κάποιας διακοπής της παγκοσμιοποίησης, αλλά την θέσπιση δημοκρατικών κανόνων στην κίνηση της. Και αυτό προϋποθέτει νέους τύπους διακυβέρνησης που υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα.

Η απάντηση λοιπόν σήμερα δεν είναι η επανάκαμψη στην Εθνική Κυριαρχία, αλλά η νέα δημοκρατική διεθνοποιημένη και παγκοσμιοποιημένη διακυβέρνηση, που πρέπει να αναζητήσουμε και να θεσπίσουμε ως ανθρώπινη κοινωνία. Στο πεδίο αυτό θα αναμετρηθούν οι δημοκρατικές ευρωπαϊκές πολιτικές δυνάμεις. Ο άξονας αντιπαράθεσης τους έχει μετακινηθεί πλέον από το κλασσικό δίπολο του εικοστού αιώνα, Δεξιά – Αριστερά, στον άξονα Ευρωπαϊσμός – Εθνικισμός και Δημοκρατική Υπευθυνότητα - Δημαγωγικός Λαϊκισμός.


7-3-2018
Κώστας Χαϊνάς
Μαθηματικός – Οικονομολόγoς  (PhD)

*Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην http://metarithmisi.liberal.gr/