Πέμπτη 29 Μαΐου 2014

Δημοκρατική Αριστερά. Έξι μοιραία λάθη. Τι μπορούμε να κάνουμε ;




Ε, λοιπόν να κάνουμε πρώτα την αυτοκριτική μας προς την κοινωνία των πολιτών που μας εμπιστεύθηκε και να αναγνωρίσουμε τα λάθη μας. Βεβαίως δεν θα συμφωνήσουμε όλοι ποια ήταν και ποια δεν ήταν λάθη. Αυτά είναι όμως στοιχεία ενός δημοκρατικού διαλόγου, χωρίς ταμπέλες, χωρίς χαρακτηρισμούς, με διάθεση αυτοκριτικής με γενναιότητα και τόλμη. Και με δημοκρατία. Κατά τη γνώμη μου λοιπόν (μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά κάνω μια προσπάθεια να εστιάσω στην ουσία της συζήτησης που πρέπει να κάνουμε) :

Το πρώτο λάθος ξεκινά από την καταψήφιση του 1ου μνημονίου το 2010, το μοναδικό τότε πολιτικό σχέδιο στη χώρα που μας πρότειναν οι ευρωπαίοι εταίροι μας, όταν όλες οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας κοίταζαν σαν χάνοι την Ελλάδα να πέφτει στα βράχια, με 25 δις. πρωτογενές έλλειμμα και με μοναδική εναλλακτική το δρόμο της Αργεντινής. Όμως και με καταψήφιση κάθε μεταρρυθμιστικής πολιτικής της Κυβέρνησης Παπανδρέου, η οποία προσπαθούσε να συνεννοηθεί με τους εταίρους μας μέσα από λάθη και αντιφάσεις, σε ένα δύσκολο πολιτικό κλίμα, με το Σαμαρά και τη Νέα Δημοκρατία στα κάγκελα, να έχουν καβαλήσει το αντιμνημονιακό άλογο, (σπέρνοντας βαθειά το δεξιό λαϊκισμό και αντιευρωπαϊσμό), αλλά και με το οικονομικό και πολιτικό κατεστημένο της χώρας απέναντι της.

Το δεύτερο λάθος ήταν η μη συμμετοχή μας στην μεταβατική Κυβέρνηση Παπαδήμου, η οποία προσπάθησε να δημιουργήσει κάποιες προϋποθέσεις Κυβερνησιμότητας της χώρας, έχοντας όμως απέναντι σχεδόν όλους, ακόμη και αυτούς που υποτίθεται ότι την στήριζαν. Μοιραία οδηγούμαστε στις εκλογές το Μάιο του 2012.

Το τρίτο λάθος ήταν η άρνησή μας να σχηματισθεί Κυβέρνηση το Μάιο του 2012 με όσες δυνάμεις ήταν θετικές σ’ αυτό. Μάλιστα οι συσχετισμοί τότε ήταν ευνοϊκότεροι για μια προοδευτικότερη Κυβερνητική λύση. Έτσι οδηγούμαστε στις εκλογές του Ιουνίου του 2012. Και πάλι οι πολίτες μας εμπιστεύονται και μας δίνουν τη δύναμη να παίξουμε το ρόλο του πολιτικού καταλύτη για τη σωτηρία της χώρας.

Και τότε κάνουμε το τέταρτο λάθος μας. Την συμμετοχή μας στην Κυβέρνηση εθνικής συνεργασίας για τη σωτηρία της χώρας, δεν την πιστέψαμε ποτέ. Από τη πρώτη στιγμή κοιτάζαμε έξω από το παράθυρο για να δούμε ποια είναι η κατάλληλη στιγμή για να την κοπανήσουμε. Διορίσαμε στελέχη χωρίς καμιά αξιοκρατία και μεταρρυθμιστική ατζέντα, με το παλαιοκομματικό σύστημα 4-2-1. Μια συμμετοχή έτσι χωρίς πρόγραμμα, χωρίς προτεραιότητες, χωρίς επεξεργασίες, χωρίς όρεξη να αλλάξουμε κάτι. Μοιραία με τη πρώτη δυσκολία (κλείσιμο της ΕΡΤ), φεύγουμε από την Κυβέρνηση.

Έτσι έχουμε το πέμπτο λάθος. Φεύγουμε από την Κυβέρνηση εμείς που συμβάλλαμε στην δημιουργία της και της προσδίναμε το αναγκαίο πολιτικό και ηθικό ειδικό βάρος. Λέγοντας διάφορες δικαιολογίες, όπως ότι οι μεταρρυθμίσεις πρέπει να έχουν πρόσημο και άλλα γλαφυρά.
Τι μας έμενε πλέον ; Να καταλήξουμε μια δύναμη αντιφατική, που θα λέει ναι μεν αλλά, σε κάθε μεταρρύθμιση, να υποστηρίζει στο τέλος κάθε είδους συντεχνία (δέστε το σχετικό video με αφορμή την εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ, που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, όπου βουλευτές της ΔημΑρ συναγωνίζονται σε λαϊκισμό και συντεχνιασμό ακόμη και τους ψεκασμένους και κάθε συριζαίο αντιστασιακό), σε μια δύναμη ουσιαστικά υπεράσπισης του χτες.

Στις πρόσφατες Ευρωεκλογές κάναμε το έκτο θεμελιώδες λάθος μας. Γίναμε και εμείς ευρωσκεπτικιστές. Αντί να μιλάμε για περισσότερη Ευρώπη μιλάγαμε εδώ και τώρα να αλλάξει η Ευρώπη. Δηλαδή αυτά που λένε όλες οι αντιμνημονιακές δυνάμεις. Δηλαδή η πολιτική δύναμη η κατ’εξοχήν ευρωπαϊκή, η δύναμη που μόνη της από το προοδευτικό αριστερό φάσμα το 1981, που ψήφισε υπέρ της ένταξης της χώρας στην τότε ΕΟΚ, ερχόταν τώρα και έσπερνε ευρωσκεπτικισμό, το πρώτο ξαδερφάκι του αντιερυωπαϊσμού, αυτό το δηλητήριο που τροφοδοτεί το χρυσαυγιτισμό και τον εθνικισμό στη χώρα μας και αλλού. Γιατί αυτή είναι η ουσία. Η προπαγάνδα κατάφερε να ανατρέψει την πραγματικότητα. Ρώτα έναν έλληνα στο δρόμο. Ποιος ευθύνεται για την κρίση στη χώρα ; Το μνημόνιο θα σου απαντήσουν οι περισσότεροι. Πώς να μην απαντήσουν έτσι όταν ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της χώρας ξηλώνει κάθε μέρα μια σελίδα από το μνημόνιο και ο εν δυνάμει Πρωθυπουργός θα το ξηλώσει την πρώτη μέρα που θα αναλάβει ;

Και εδώ βρίσκεται η ουσία των λαθών μας. Γιατί αυτό το 6,2% των πολιτών του Μάιου και του Ιουνίου του 2012 δεν μας εμπιστεύθηκαν για να κάνουμε αντιμνημονιακό αγώνα στους ευρωπαίους εταίρους μας. Μας ήθελαν ως αντίβαρο στις συντηρητικές δυνάμεις και ως προωθητική δύναμη αλλαγών και μεταρρυθμίσεων στο Κράτος και στη κοινωνία. Όταν αυτοί οι πολίτες διαπίστωσαν ότι η ΔημΑρ έχανε σιγά – σιγά αυτά τα χαρακτηριστικά την εγκατέλειψαν, γιατί αυτοί οι πολίτες υπάρχουν και αναλύοντας τα αποτελέσματα, βλέπουμε ότι μετακόμισαν σε άλλες δυνάμεις της κεντροαριστεράς. Οι άλλοι στους οποίους υποτίθεται ότι απευθυνόταν η ΔημΑρ τελευταία, με την ενίσχυση ης αντιμνημονιακής ρητορείας, δεν θα ερχόντουσαν ποτέ, γιατί υπήρχαν αυθεντικότεροι εκπρόσωποι του αντιμνημονιακού αγώνα να επιλέξουν.

Και τώρα τι κάνουμε αναρωτιέται ο καθένας μας που αγωνιά για το χώρο της ανανεωτικής και μεταρρυθμιστικής αριστεράς ; Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε –κατά τη γνώμη μου- είναι να ξεκαθαρίσουμε το προγραμματικό μας πλαίσιο, χωρίς ήξεις, αφίξεις, χωρίς ναι μεν αλλά, χωρίς ταλαντεύσεις και μεσοβέζικα λόγια. Με σταθερό προσανατολισμό στις αλλαγές και στο μεταρρυθμιστικό λόγο, για μια σύγχρονη και δημοκρατική Ελλάδα στην προοπτική μιας ομόσπονδης Ευρώπης. Το κύριο δεν είναι οι αποκεφαλισμοί και οι ανθρωποθυσίες. Γιατί όλοι έχουμε ευθύνες. Όχι βέβαια ίδιες. Και ο καθένας πρέπει να τις αναλάβει με γενναιότητα ανάλογα με αυτές που του αναλογούν. Με σοβαρότητα και ψυχραιμία να επανακαθορίσουμε τη Στρατηγική μας, για την ανασυγκρότηση του δημοκρατικού προοδευτικού χώρου. Με γενναίες πρωτοβουλίες να συναντηθούμε και να συζητήσουμε με όλες τις δυνάμεις που εν δυνάμει μπορούν να συγκροτήσουν τη μεγάλη δημοκρατική παράταξη, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς ηγεμονισμούς και χωρίς βολονταρισμούς όχι μόνο από τα “πάνω”, αλλά και από τα “κάτω” και από τα “πάνω”.

Και στο ερώτημα, εάν ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί μια δύναμη η οποία μπορεί να συμμετέχει στις διαδικασίες ανασυγκρότησης του δημοκρατικού προοδευτικού χώρου θα απαντούσα ως εξής. Και Ναι και Όχι. Ναι, με την έννοια ότι δεν μπορείς να αποκλείεις με διατάγματα, κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις από αυριανές διεργασίες, μιας μεγάλης συνάντησης και συνεννόησης που επιβάλλουν οι ανάγκες της χώρας μας και ιδιαίτερα με τις δυνάμεις εκείνες του ΣΥΡΙΖΑ που καθημερινά διαπιστώνουν τα αδιέξοδα της πολιτικής του, την έλλειψη δυναμικής και αναζητούν μια πιο ρεαλιστική φωνή. Όχι, με την έννοια, ότι η σημερινή Στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργεί έναν άκρατο αντιευρωπαϊσμό και έναν επικίνδυνο εθνικισμό, ανάγοντας όλα τα κακά της χώρας στα μνημόνια, λες και δεν είχαμε σαράντα χρόνια διακυβέρνησης της χώρας από τον αμαρτωλό δικομματισμό ΠΑΣΟΚ και ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, με τα επικίνδυνα παιχνίδια του με το ευρώ, την πανσπερμία των απόψεων του ηγετικού του πυρήνα για το χειρισμό του χρέους και άλλα στοιχεία της πολιτικής του που δεν πείθουν και απογοητεύουν προοδευτικούς πολίτες.

Άρα, η βασική επιδίωξη των δυνάμεων της δημοκρατικής και μεταρρυθμιστικής αριστεράς στη δύσκολη αυτή φάση, είναι να αναζητήσουν και να διαμορφώσουν γρήγορα, χωρίς καθυστερήσεις και αναβλητικότητα τους όρους και τις προϋποθέσεις μιας προγραμματικής σύγκλισης, αυτής της μεγάλης συνάντησης των δημοκρατικών προοδευτικών δυνάμεων, του δημοκρατικού και φιλελεύθερου Κέντρου, της κεντροαριστεράς, του χώρου του δημοκρατικού σοσιαλισμού,  μέσα από ανοικτές δημοκρατικές διαδικασίες μέσα στην κοινωνία των πολιτών.

29-5-2014
Κώστας Χαϊνάς