Δευτέρα 27 Μαΐου 2019

Γιατί ο Φάνης Σπανός είναι η σωστή επιλογή για Περιφερειάρχης Στερεάς Ελλάδας




Μετά τα αποτελέσματα των Περιφερειακών εκλογών της 26ης Μαΐου, την ερχόμενη  Κυριακή ψηφίζουμε για τον Περιφερειάρχη Στερεάς Ελλάδας. Ο κάθε πολίτης έχει μπροστά του δύο επιλογές. Η μία είναι για τον κ. Φάνη Σπανό και υπέρ αυτής της επιλογής θα αναφερθώ και θα επιχειρηματολογήσω.  Ο κ. Σπανός λοιπόν με βάση τα αποτελέσματα της 1ης Κυριακής απέδειξε ότι είναι πολύ σκληρό καρύδι”, κερδίζοντας σχεδόν το 40% των ψήφων των πολιτών της Στερεάς Ελλάδας. Να θυμίσω ότι ο Κώστας Μπακογιάννης την 1η Κυριακή το 2014 είχε συγκεντρώσει το 41,35% των ψήφων. Να σημειώσουμε ότι ο κος Φάνης Σπανός, πήρε επτά και μισή μονάδες (7,50%) περισσότερες από το ποσοστό που συγκέντρωσε το  κόμμα που τον υποστήριξε, δηλαδή η Νέα Δημοκρατία. Στοιχείο που αποδεικνύει ότι υπερψήφισαν το ψηφοδέλτιο του, πολίτες πολύ πέρα από τον πολιτικό χώρο της Νέας Δημοκρατίας. Επιτρέψτε μου στην συνέχεια να μιλήσω λίγο πιο προσωπικά για τον Φάνη, όπως τον ξέρουμε και όπως ο ίδιος θέλει να τον αποκαλούμε.

Καταρχήν να ξεκαθαρίσω ότι με τον Φάνη, δεν ανήκουμε στην ίδια πολιτική οικογένεια, ούτε στην ίδια περιφερειακή παράταξη, αφού το 2014 ήμασταν αντίπαλοι, εγώ ως υποψήφιος Περιφερειάρχης στους Ενεργούς Πολίτες και ο Φάνης ως αντιπεριφερειάρχης Ευβοίας στο ψηφοδέλτιο του Κώστα Μπακογιάννη. Όμως στα πέντε χρόνια που συνυπήρξαμε στο Περιφερειακό Συμβούλιο, γνώρισα ένα νέο άνθρωπο, ήπιο, χαμηλών τόνων, με μια μόνιμη αλλά πολύ συμπαθή αναστολή στον λόγο του, ο οποίος όμως είναι πάντα συγκροτημένος και με επιχειρήματα. Πρακτικός άνθρωπος όντας μηχανικός και επιχειρηματίας με γνώση της αγοράς, πάντα έβλεπε τα θέματα στην ουσία τους και ήθελε να καταλήγουμε πάντα σε συγκεκριμένες προτάσεις. Αυτό που μου άρεσε στο Φάνη ήταν ότι ποτέ δεν έχανε την ψυχραιμία του ακόμη και όταν ορισμένες φορές πιεζόταν αφόρητα από κάποιες κριτικές που του ασκούσαμε εγώ και άλλοι συνάδελφοι στο Περιφερειακό συμβούλιο, για πολλά από τα προβλήματα της Εύβοιας, τα οποία βεβαίως δεν δημιουργήθηκαν την περίοδο που αντιπεριφερειάρχης ήταν ο Φάνης. Δεχόταν με καρτερικότητα την κριτική, που πολλές φορές ήταν πολύ σκληρή για πολλά από αυτά τα προβλήματα της Εύβοιας, αλλά προσπαθούσε πάντα να βλέπει την θετική πλευρά των πραγμάτων και πάντα δεχόταν προτάσεις δικές μου και της υπόλοιπης αντιπολίτευσης που ήταν σωστές και εποικοδομητικές.

Όσοι παρακολουθήσατε τα δύο debates των υποψηφίων Περιφερειαρχών της Στερεάς Ελλάδας, θα καταλάβατε από τον πρώτο γύρο των ερωτήσεων, ότι ο Φάνης ήταν ίσως από τους μόνους που γνώριζε τι σημαίνει Περιφερειακή αυτοδιοίκηση και είχε γνώση της Περιφερειακής πραγματικότητας. Συγκεκριμένος στις απαντήσεις του, γνώστης της Περιφέρειας, μπορούσε να βάλει σε μια σειρά τα προβλήματα, να χαράξει τις προτεραιότητες και να κάνει τις σωστές ιεραρχήσεις. Ίσως είμαι αυστηρός στην κρίση μου, αλλά θεωρώ ότι οι ατάκες που ακούστηκαν από τον ανθυποψήφιο του, του τύπου, θα γίνω άμισθος Περιφερειάρχης εάν δεν καταφέρω να κάνω το Πανεπιστήμιο Στερεάς και κάποιες άλλες παρόμοιες, περισσότερο κατατέθηκαν  για εντυπωσιασμό, παρά προσέφεραν κάτι, ούτε μας διαφώτισαν για τις προθέσεις και τις προτάσεις του για την Περιφέρεια. Δεν νομίζω ότι οι πολίτες της Στερεάς Ελλάδα έχουν ανάγκη από τέτοιες λαϊκίστικες δεσμεύσεις.  Οι πολίτες θέλουν τον Περιφερειάρχη να ενώνει και να εμπνέει και να δημιουργεί συνθήκες συναίνεσης και συνεννόησης για την επίλυση των προβλημάτων.  Και ασφαλώς να αμείβεται ο Περιφερειάρχης, γιατί είναι αποκλειστικής απασχόλησης σύμφωνα με τον Νόμο. Και μάλιστα πρέπει να αμείβεται καλά, για να μην εξαρτάται από κανένα οικονομικό συμφέρον και να προσφέρει τις υπηρεσίες του χωρίς προσωπικό όφελος και χωρίς ιδιοτέλεια.

Ο Φάνης ασφαλώς έκανε και λάθη, είχε και παραλείψεις και αδυναμίες στην θητεία του. Όμως αποδείχθηκε άνθρωπος που μάθαινε γρήγορα. Και από τα λάθη του και από την ομάδα του και από τους ανθρώπους που μιλάει ο Φάνης μαθαίνει. Γιατί έχει μάθει να ακούει και όταν ακούς μαθαίνεις. Είναι γνωστό ότι ο Φάνης αμφισβητήθηκε ακόμη και από τον ίδιο του τον χώρο στην πρώτη φάση της ανακήρυξης του ως υποψήφιος Περιφερειάρχης. Όμως σε πολύ λίγο χρόνο με την στάση του, με την συμπεριφορά του, με την εμπειρία και την γνώση που απέκτησε πέντε χρόνια τώρα στην Περιφέρεια, απέδειξε ο ίδιος, ακόμη και στους πιο δύσπιστους ότι μπορεί να είναι ο αυριανός Περιφερειάρχης της Στερεάς Ελλάδας και τα αποτελέσματα της 1ης Κυριακής έχουν και την δική του σφραγίδα.

Ο Φάνης λοιπόν όπως τον γνώρισα, είναι ο υποψήφιος Περιφερειάρχης που την επόμενη ημέρα, μπορεί να ενώσει και να συνεννοηθεί αν όχι με όλους, αλλά με τους περισσότερους συνδυασμούς, διασφαλίζοντας την απαραίτητη συναίνεση και συνεννόηση μέσα στο Περιφερειακό Συμβούλιο για το καλό της Περιφέρειας και της επίλυσης των προβλημάτων της. Τέλος μπορεί να είναι ο Περιφερειάρχης που θα εκφράζει όλους τους πολίτες χωρίς ψεύτικους διαχωρισμούς, αυτός που στην συγκυρία αυτή είναι ο πιο κατάλληλος και έχουμε ως Περιφέρεια περισσότερο ανάγκη.

Χαλκίδα 28-5-2019
Κώστας Χαϊνάς
Περιφερειακός Σύμβουλος Στερεάς Ελλάδας


Τρίτη 21 Μαΐου 2019

Η Ελλάδα των Πολλών και η Ελλάδα των Ελίτ



Ακούμε τελευταία ένα άλλο διχαστικό σύνθημα - ερώτημα. Είστε με την Ελλάδα των Πολλών ή με την Ελλάδα των Ελίτ ; Είναι στην πραγματικότητα η νέα (πιο lite) έκδοση του συνθήματος ή εμείς ή αυτοί, ή του άλλου ακόμη πιο διχαστικού ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν. Αυτοί οι άνθρωποι δεν μπορούν να ξεφύγουν από τον διχαστικό λόγο. Χρειάζονται πάντα έναν εχθρό. Αυτός θα είναι είτε οι Ελίτ, είτε οι Λίγοι, είτε τέλος πάντων κάποιοι  άλλοι, που επιβουλεύονται πάντως την Ελλάδα και είναι πάντα η μεριά των κακών”.

Το σύνθημα αυτό είναι ο εκφυλισμός της ταξικής ανάλυσης, που θέλει πάντα μια κοινωνία σε μια ανειρήνευτη διαπάλη. Μια ανάλυση όμως των περίφημων ταξικών αντιθέσεων, που στις σύγχρονες συνθήκες είναι εκφυλισμένη και ξεπερασμένη. Όχι, ότι δεν υπάρχουν αντικρουόμενα συμφέροντα και διλλήματα σε πολλά προβλήματα. Απλά οι λύσεις δεν είναι πάντα με δύο εκδοχές. Μπορεί να είναι με δύο αλλά και με τρεις ή τέσσερις εκδοχές, που θα ικανοποιούν ενδεχομένως όχι μόνο μία πλευρά, αλλά περισσότερες και γιατί όχι, όλες με ένα δίκαιο τρόπο. Έχει αποδειχθεί πλέον με τον πιο σκληρό ίσως τρόπο και με θυσίες ίσως εκατομμυρίων ανθρώπων, ότι οι κοινωνίες προχωρούν με συνθέσεις, με συναινέσεις, με συνεννοήσεις και με υπερβάσεις. Αυτό έδειξε το μεγάλο πείραμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με την Ευρωπαϊκή Ένωση, του πολιτικού φιλελευθερισμού και της ελεύθερης οικονομίας, απέναντι στο υπόδειγμα του απάνθρωπου υπαρκτού σοσιαλισμού”, που φιλοδοξούσε να καταργήσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, όπως έλεγε η βασική Μαρξιστική Αρχή. Αλλά όχι μόνο δεν κατάργησε την εκμετάλλευση των Πολλών από τους Λίγους”, αλλά επέφερε δραματικές συνέπειες, όχι μόνο στο επίπεδο της ζωής των ανθρώπων, αλλά ακόμη και στην ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη με εκατομμύρια θύματα στο όνομα του Ανώτερου Σκοπού.

Άλλωστε σήμερα οι Ελίτ μιας χώρας δεν είναι οι κακοίόπως θέλουν να τις εμφανίζουν κάποιοι λαϊκιστές. Μια χώρα χωρίς Ελίτ, είναι μια φτωχή χώρα. Ελίτ μιας χώρας είναι αυτοί που ξεχωρίζουν στα γράμματα και στις τέχνες. Ελίτ μιας χώρας είναι οι άριστοι της επιστήμης. Ελίτ μιας χώρας είναι αυτοί που ξεχωρίζουν με τις καινοτομίες τους, με τους νεωτερισμούς τους, με τις ανακαλύψεις τους, με τις εφευρέσεις τους. Ελίτ μιας χώρας είναι οι επιχειρηματίες που πέτυχαν να μπουν σε μεγάλες ξένες αγορές, να μεγαλώσουν τις εξαγωγές της χώρας μας. Ελίτ μιας χώρας είναι αυτοί που διέπρεψαν στην ναυτιλία και έκαναν την χώρα μας μία από τις ισχυρότερες χώρες στον εμπορική ναυτιλία. Ελίτ μιας χώρας είναι οι Έλληνες που διαπρέπουν στα καλύτερα Πανεπιστήμια του εξωτερικού, που όταν τους καλέσαμε να έρθουν να βοηθήσουν στις διοικήσεις των Πανεπιστημίων ανταποκρίθηκαν αμέσως, αλλά μετά από λίγα χρόνια τους διώξαμε. Όλες αυτές τις Ελίτ τις καταδικάζουμε ; Δεν τις θέλουμε ; Μπορούν να συνειδητοποιήσουν αυτοί που εκφέρουν αυτόν τον διχαστικό λόγο, τι θα είναι η Ελλάδα χωρίς αυτές τις Ελίτ ;  Είτε έχουν άγνοια κινδύνου, είτε συνειδητά τα εκφέρουν αυτά τα διχαστικά διλήμματα, απλά και μόνο για να ψαρεύουν σε θολά νερά ψήφους, χωρίς όμως νόημα, χωρίς εξηγήσεις, χωρίς επιχειρήματα. Ναι δεν άκουσα κανέναν από αυτούς που εκφέρουν αυτόν τον λόγο ένα επιχείρημα γιατί είναι κακό να έχουμε ελίτ. Και γιατί είναι καλό ο διχασμός σε Πολλούς και σε Ελίτ. Ένα επιχείρημα, ένα λογικό συνειρμό, μία σκέψη. Μόνο συνθήματα.

Δεν είναι δυνατόν σήμερα να εμπνέει η διχαστική ομιλία του εμφυλίου Πολέμου και του Άρη Βελουχιώτη. Θυμάμαι την αριστερά της μεταπολίτευσης κάθε εκδοχής, που έκανε ότι περνούσε από το χέρι της για να ξεχάσουμε ως κοινωνία και ως Έθνος τις αιματηρές σελίδες της ιστορίας μας που αφορούσαν τον εμφύλιο πόλεμο. Και έρχονται κάποιοι σήμερα και μας θυμίζουν όχι μόνο τι έλεγαν οι άνθρωποι εκείνοι της εποχής, αλλά προσπαθούν να πείσουν την ελληνική κοινωνία ότι αυτά τα λόγια είναι αξεπέραστα ιστορικά και αποτελούν οδηγό για τους Έλληνες και ειδικά για την νεολαία μας. Αλίμονο εάν οι ηγέτες της χώρας μας, προβάλλουν σήμερα τους διχαστικούς λόγους του 1944-1949 από οποιαδήποτε πλευρά δεν έχει σημασία, ως υπόδειγμα για την νεολαία μας. Αλίμονο εάν τα λόγια εκείνων που επαίρονται για τις σφαγές του αδελφού από τον αδελφό του, ως πρότυπο ομιλίας. Αλίμονο μας…

Αυτά λοιπόν τα διχαστικά συνθήματα αποδεικνύουν ένα και μόνο. Αυτοί που τα εκφέρουν δεν μπορούν να εκφράσουν ούτε ένα Έθνος, ούτε όμως και μια κοινωνία, η οποία – ευτυχώς- αποτελείται και από Πολλούς και από Ελίτ”.


21-5-2019

Κώστας Χαϊνάς


Δευτέρα 6 Μαΐου 2019

Τι θέλουμε ; Να αλλάξουμε την Ευρώπη ή περισσότερο Ευρώπη ;




Ακούω και διαβάζω από διάφορες πλευρές για την ανάγκη αλλαγής στην Ευρώπη και αναρωτιέμαι. Το κύριο πρόβλημα σήμερα στην Ευρώπη είναι να αλλάξουν οι πολιτικές της, ή να υπερασπιστούμε την Ενωμένη Ευρώπη και ότι έχει κατακτηθεί μέχρι σήμερα και να ενισχύσουμε περαιτέρω την ευρωπαϊκή ενοποίηση; Το φάσμα των δυνάμεων που θέλουν να αλλάξουν τις πολιτικές στην Ευρώπη είναι μεγάλο και καλύπτει οριζόντια σχεδόν ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό. Στην πράξη, αυτές οι δυνάμεις διαφωνούν με την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση όπως εξελίσσεται. Στις δυνάμεις αυτές συγκαταλέγονται από κάθε τύπου εθνικιστές και αντιευρωπαϊστές τύπου Όρμπαν και Σαλβίνι και είναι λογικό να επιδιώκουν την αλλαγή στην Ευρώπη. Έως τους πιο ήπιους ευρωσκεπτικιστές απ’ αυτούς, που επιδιώκουν την επαναφορά στο μοντέλο του Έθνους – Κράτους, σε μια ίσως πιο χαλαρή Ένωση. Βεβαίως έχουμε και τους κάθε τύπου λαϊκιστές, αριστερούς ή δεξιούς οι οποίοι διαφωνούν με την σημερινή όπως λένε πορεία της Ευρώπης και θέλουν να την αλλάξουν. Στην ουσία πολεμάνε την σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση και τις κατακτήσεις της. Ζητάνε αλλαγή πολιτικών στην Ευρώπη, ισχυριζόμενοι ότι σήμερα κυριαρχούν οι νεοφιλελεύθερες δυνάμεις και επιδιώκουν την αλλαγή των συσχετισμών, ώστε να αλλάξουν την Ευρώπη, όπως λένε. Στις δυνάμεις αυτές συγκαταλέγονται από τις εγχώριες πολιτικές δυνάμεις η ριζοσπαστική αριστερά, αλλά και όσες δυνάμεις βρίσκονται εντός των άλλων πολιτικών σχηματισμών με παρόμοιο ευρωσκεπτικισμό, που είναι πολύ κοντά στην λογική αυτή.

Η Ενωμένη Ευρώπη είναι οικοδόμημα που οφείλεται στις συντονισμένες και κοινές προσπάθειες δύο μεγάλων πολιτικών οικογενειών. Της συντηρητικής και φιλελεύθερης οικογένειας και της πολιτικής οικογένειας της σοσιαλδημοκρατίας. Συναγωνιζόμενες είτε συνεργαζόμενες. Οι άλλες πολιτικές δυνάμεις, ακροδεξιές και αριστερές, λαϊκιστές και εθνικιστές κάθε τύπου και χρώματος, ήταν διαχρονικά απέναντι στην προσπάθεια αυτή και πολέμησαν κάθε διαδικασία ενοποίησης και συνεργασίας. Η πορεία αυτή ασφαλώς δεν ήταν εύκολη. Μέσα από πολλές δυσκολίες, αντιτιθέμενα εθνικά συμφέροντα, με σφυροκοπήματα δεξιών και αριστερών λαϊκιστών και εθνικιστών, οικοδομήθηκε η σημερινή σύγχρονη και ειρηνική Ευρώπη, με το καλύτερο επίπεδο ευημερίας για τους πολίτες της, υπόδειγμα για πολλούς λαούς στη γη. Μέσα από πολλά οικονομικά πλαίσια στήριξης, μεταφέρθηκαν γιγάντιοι οικονομικοί πόροι, από τις πλούσιες χώρες προς τις φτωχότερες. Μετά την 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, είχαμε την μεγαλύτερη περίοδο ανοδικής ευημερίας όλων των κοινωνιών της Ενωμένης Ευρώπης. Είναι χαρακτηριστικά τα παραδείγματα όπως της Ελλάδας, που στην δεκαετία του πενήντα, ήταν από τις πιο καθυστερημένες χώρες του Κόσμου και σήμερα φιγουράρει, παρά την δεκαετή κρίση, στις πιο πλούσιες χώρες του πλανήτη. Οι χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού που κατέρρευσε το 1989, μέσα σε λίγα χρόνια κάλυψαν καθυστερήσεις δεκαετιών και σήμερα αναπτύσσονται με ρυθμούς που τις ζηλεύουν ακόμη και οι πιο ισχυρές χώρες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση λοιπόν αναδεικνύεται το μεγαλύτερο πολιτικό εργαστήριο συνεργασίας χωρών με διαφορετικό οικονομικό επίπεδο, με μεγάλες κοινωνικές ανισότητες, με διαφορετικές ταχύτητες σε όλα τα επίπεδα και οι οποίες σήμερα έχουν κατακτήσει ένα κοινό θεσμικό πλαίσιο για τα περισσότερα πεδία της πολιτικής, συνεργάζονται στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και αναζητούν από κοινού μέσα από αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, μια κοινή πορεία.

Ασφαλώς αυτή η πορεία δεν είναι στρωμένη με ροδοπέταλα. Άλλοι θέλουν ταχύτερους ρυθμούς στην διαδικασία της ενοποίησης, άλλοι θέλουν πιο προσεκτικούς και αργούς ρυθμούς. Όμως οι βασικές ευρωπαϊκές δυνάμεις, συντηρητικές, φιλελεύθερες και προοδευτικές, που αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις της ευρωπαϊκής ενοποίησης, συμφωνούν στον κοινό στόχο. Στην Ενωμένη Ευρώπη. Αυτές οι δυνάμεις παρά τις διαφορές τους βρίσκουν τα κοινά τους σημεία, προχωρούν κάθε φορά στους αναγκαίους συμβιβασμούς και προχωρούν. Αυτή άλλωστε είναι η Ευρώπη. Κάθε βήμα της ευρωπαϊκής ενοποίησης είναι προϊόν συναινέσεων, συνθέσεων και συμβιβασμών. Όλες οι κατακτήσεις της Ενωμένης Ευρώπης είναι αποτέλεσμα των πολιτικών αυτών δυνάμεων, οι οποίες εύρισκαν κάθε φορά τον τρόπο για να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και τα εμπόδια της ενοποίησης. Αυτές οι δυνάμεις είναι οι πραγματικές προοδευτικές δυνάμεις, που επιδιώκουν το βάθεμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Και απέναντι στις δυνάμεις αυτές, είναι οι δυνάμεις της πραγματικής συντήρησης, οι δυνάμεις της εθνικιστικής και λαϊκίστικης δεξιάς και αριστεράς. Είναι οι δυνάμεις του ευρωσκεπτικισμού, του αντιευρωπαϊσμού και της ματαίωσης της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Είτε ανοικτά, είτε συγκεκαλυμμένα. Γιατί εκτός από αυτές τις δυνάμεις που ανοικτά πολεμούν την Ενωμένη Ευρώπη, είναι και οι δυνάμεις που δήθεν θέλουν –όπως λένε-  μιαν άλλη Ευρώπη. Απέναντι στην νεοφιλελεύθερη όπως την ονομάζουν Ευρώπη.

Νεοφιλελεύθερη Ευρώπη χαρακτηρίζουν την σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση οι δυνάμεις της εγχώριας λαϊκιστικής αριστεράς, οι οποίοι επίσης θέλουν να αλλάξουν την Ευρώπη. Και όποτε το θυμούνται χτίζουν Μέτωπα του Νότου, απέναντι στις πλούσιες χώρες του Βορρά. Και ας έχουν μεταφερθεί γιγάντιοι οικονομικοί πόροι από τον Βορρά στον Νότο της Ευρώπης, μέσα από τα ευρωπαϊκά διαρθρωτικά προγράμματα και τους ευρωπαϊκούς προϋπολογισμούς. Και ας έχουμε στα χρόνια της Ευρωπαϊκής Ένωσης τη μεγαλύτερη σύγκλιση και κάλυψη τεράστιων ανισοτήτων ανάμεσα σε Κράτη και σε κοινωνικές τάξεις. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ισχύει ότι οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι, όπως ισχυρίζεται η ριζοσπαστική αριστερά. Ποτέ άλλοτε τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα δεν έχουν εξασφαλίσει ένα ελάχιστο επίπεδο διαβίωσης, όπως έχει διασφαλιστεί στον ευρωπαϊκό χώρο, με το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα και τις άλλες κοινωνικές παροχές. Ποτέ άλλοτε τα μεσαία στρώματα δεν είχαν περισσότερες ευκαιρίες από την ευρωπαϊκή πραγματικότητα. Με εξαίρεση βέβαια την χώρα μας, όπου τα μεσαία στρώματα, εξοντώνονται τα τελευταία χρόνια μέσω μιας ολέθριας υπερφορολόγησης.  Και ας σώθηκαν τέσσερις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου –ανάμεσα σ’ αυτές και η Ελλάδα-, την τελευταία δεκαετία από τα βράχια της ανοικτής χρεοκοπίας, με την δημιουργία νέων ευρωπαϊκών θεσμών αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας.
 
Ασφαλώς υπάρχουν και οι δυνάμεις που επιδιώκουν ταχύτερους ρυθμούς στην διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης, χωρίς όμως να αμφισβητούν ή να απορρίπτουν το σημερινό ευρωπαϊκό κεκτημένο. Είναι οι δυνάμεις που θέλουν περισσότερη Ευρώπη, όχι όμως μια άλλη φανταστική Ευρώπη. Όπως και οι δυνάμεις που πιστεύουν στην ευρωπαϊκή προοπτική, αλλά προτείνουν ότι το εγχείρημα εξασφαλίζει περισσότερες προϋποθέσεις επιτυχίας εάν και εφόσον βασίζεται σε πιο αργούς και πιο προσεκτικούς ρυθμούς στην διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Και αν εκτιμήσουμε τις εξελίξεις που είχαμε με το Brexit στην Βρετανία, είτε παλαιότερα με την απόρριψη του Ευρωπαϊκού Συντάγματος, αυτή η θέση δεν στερείται μιας λογικής βάσης. Ας δούμε για παράδειγμα την πρόταση για την καθιέρωση του ευρωομόλογου. Δηλαδή την καθιέρωση ενός τρόπου φτηνού δανεισμού των μελών της ευρωζώνης. Με το ευρωομόλογο θα δανείζεται με το ίδιο επιτόκιο η Γερμανία για παράδειγμα και η Ελλάδα. Αυτό κατ’ αρχήν ακούγεται σωστό και δίκαιο, αλλά μια πιο προσεκτική και αντικειμενική ματιά, μπορεί να καταλάβει ο καθένας μας ότι η εφαρμογή του ευρωομόλογου προϋποθέτει κάποιες σημαντικές αλλαγές στα Κράτη μέλη της ευρωζώνης και ιδιαίτερα σε αυτά όπως η χώρα μας με ευάλωτα δημοσιονομικά και με ένα πολιτικό σύστημα που εύκολα διολισθαίνει στην παροχολογία. Δέστε σήμερα τι γίνεται με τον διαγωνισμό προεκλογικών παροχών που επιδεικνύει η Κυβέρνηση, την ίδια στιγμή που η ΔΕΗ καταρρέει, τα χρέη προς την εφορία αυξάνονται και τα κόκκινα δάνεια βουλιάζουν όλο και περισσότερο το τραπεζικό σύστημα. Και αν σκεφτούμε ότι το δημόσιο χρέος χρόνο με τον χρόνο μεγαλώνει, αν και ακόμη διανύουμε περίοδο χάριτος από τους εταίρους μας, δηλαδή δεν πληρώνουμε σχεδόν ούτε ένα ευρώ για τοκοχρεολύσια. Δεν θα συμφωνήσουν στην καθιέρωση ενός ευρωομόλογου, οι πλούσιες χώρες του Βορρά για να εξυπηρετήσουν ένα πελατειακό κρατικοδίαιτο σύστημα της Ελλάδας, το οποίο αναπαράγεται μέσα από την παροχολογία και τις πελατειακές σχέσεις. Και όχι μόνο αυτό. Όσο οι χώρες όπως η δική μας, δεν προχωρούν σε γενναίες μεταρρυθμίσεις και αλλαγές στο Κράτος, στους θεσμούς, στην οικονομία, που θα μας μετασχηματίσουν σε μια κανονική ευρωπαϊκή χώρα, τόσο θα αυξάνεται και ο ευρωσκεπτικισμός στις πλούσιες χώρες του Βορρά, τόσο θα καθυστερεί η ευρωπαϊκή ενοποίηση, τόσο θα απορρίπτεται το ευρωομόλογο. Άρα λοιπόν ΝΑΙ στο ευρωομόλογο, αλλά πριν απ’ αυτό πρέπει να κάνουμε πολλά πράγματα που επιμένουμε να μην κάνουμε εμείς στην χώρα μας αλλά όσες χώρες διεκδικούν το ευρωομόλογο. Με άλλα λόγια το ευρωομόλογο θα το κατακτήσουμε με την αξία μας και δεν θα μας το χαρίσει κανένας, στο όνομα μιας ευρωπαϊκής αλληλεγγύης και μόνο.  

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι κατάκτηση των ευρωπαίων πολιτών. Δεν είναι δεδομένη η περαιτέρω δημοκρατική της ολοκλήρωση, εάν την αφήσουμε στον αυτόματο πιλότο. Και αυτό που χρειάζεται να κάνουν οι ευρωπαίοι μεταρρυθμιστές, σε όποιον πολιτικό χώρο και αν ανήκουν, είναι να πείσουν, αντιμετωπίζοντας όχι μόνο την πολεμική των αντιευρωπαϊστών, την κριτική των ευρωσκεπτικιστών, αλλά και όλους αυτούς που θέλουν να αλλάξουν την Ευρώπη που στην πράξη όμως θέλουν την διάλυσή της και όχι την πραγματική δημοκρατική της ενοποίηση.

5-5-2019
Κώστας Χαϊνάς