Παρακολουθώντας καθημερινά τις δηλώσεις του επίσημου
ΣΥΡΙΖΑ και του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, αλλά και στελεχών του χώρου, θα διαπιστώσεις πολύ
εύκολα ότι ισορροπούν ανάμεσα σε δύο στρατηγικές.
Η μία είναι αυτή που επίσημα υποστηρίχθηκε από την
ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προεκλογικά και η οποία συνεχίζει να υποστηρίζει και
μετεκλογικά, επίσημα η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η βασική λογική αυτής της στρατηγικής
είναι ότι η παραμονή στην Ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θεωρείται ότι
είναι εκ των ων ουκ άνευ. Διαφωνεί με τη συνταγή του μνημονίου και θέλει να την
αντικαταστήσει με κάποια άλλη πολιτική, μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις με
τους δανειστές και συμμάχους μας. (Αυτή η πολιτική βέβαια είναι λίγο θολή αλλά
δεν έχει σημασία). Βέβαια για να καταλήξουν στην θέση αυτή διολίσθησαν
σιγά-σιγά, από τις σκληρές θέσεις περί επαχθούς χρέους και τοκογλύφων, από το
μονομερές «κούρεμα» του χρέους, πέρασαν σε ηπιότερες προσεγγίσεις, όπως η μονομερής
καταγγελία του μνημονίου και τέλος προσχώρησαν
στην άποψη, ότι απλά θα αλλάξουν το μνημόνιο μετά από σκληρές διαπραγματεύσεις.
Διαβάστε το σχόλιο του ΣΥΡΙΖΑ για τη συνάντηση Σαμαρά με Μέρκελ και Ολάντ. «Ο
κ. Σαμαράς δεν ζήτησε και δεν πήρε τίποτα από Μέρκελ και Ολάντ, παρόλο που τα
έδωσε όλα…».
http://www.ant1online.gr/Politics/Parties/Pages/20128/b0582737-4891-41ac-a77b-0ad4168ca1fc.aspx.
Στην ουσία όμως ο ΣΥΡΙΖΑ, με την δήλωση του αυτή προσχωρεί στην πράξη, στην πολιτική
της επαναδιαπραγμάτευσης. Απλά αμφισβητεί τα οφέλη που αποκόμισε ο Σαμαράς, τα
οποία τα θεωρεί μηδαμινά. Ο ΣΥΡΙΖΑ τι θα έκανε για να πάρει περισσότερα ή τέλος
πάντων αυτά που θέλει και ποια είναι αυτά δεν μας τα λέει για να κρίνουν και οι
πολίτες.
Η δεύτερη στρατηγική η οποία συνυπάρχει μέσα στον
ΣΥΡΙΖΑ, σε βασικές δυνάμεις του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, αλλά και σε συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ,
είναι η εξής : Πρέπει να πούμε την
αλήθεια στον ελληνικό λαό, ότι δεν υπάρχει καμιά προοπτική λύσης του
προβλήματος του χρέους της χώρας εντός της ευρωζώνης, χρειάζεται άμεση παύση
πληρωμών, μονομερές «κούρεμα» του μεγαλύτερου τμήματος του χρέους, επιστροφή
στο εθνικό νόμισμα και σχεδίαση ενός εθνικού προγράμματος ανάπτυξης. Η
ουσία αυτής της πολιτικής εκφράστηκε κυρίως από το ΚΚΕ και από κάποιες άλλες
εξωκοινοβουλευτικές δυνάμεις στις τελευταίες εκλογές και δεν βρήκε ιδιαίτερη
ανταπόκριση στο εκλογικό σώμα. Το θέμα είναι ότι η πολιτική αυτή –η οποία αντικειμενικά εκφράζει μια άλλη
προσέγγιση για την πορεία της χώρας
καθόλα σεβαστή- εκφράζεται από σοβαρά στελέχη του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ (Π.Λαφαζάνης
κ.ά.) και από άλλες δυνάμεις εντός του ΣΥΡΙΖΑ, οι οποίες ούτε μπορούν να
υποτιμηθούν, ούτε να περιθωριοποιηθούν, ούτε θα σιωπήσουν.
Αυτές οι δύο στρατηγικές, συνυπάρχουν οριζοντίως και
καθέτως στις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και όχι μόνο στα ηγετικά κλιμάκια, αλλά και
στην βάση του, στους ψηφοφόρους του. Είναι και η αιτία της πανσπερμίας των
απόψεων των στελεχών του, για τα θέματα που προκύπτουν στην πολιτική καθημερινότητα
(Δηλώσεις στελεχών για επιστροφή στη δραχμή, περίπτωση Ύδρας κ.λ.π.). Αυτό
είναι και το μεγάλο δράμα της ηγεσίας του, αφού θα πρέπει χωρίς να χάνει το
ριζοσπαστισμό του, ταυτόχρονα να δικαιολογείται για την συστημικότητά του. Εντός ευρώ, εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντός
συστήματος δηλαδή, σε ένα ακροατήριο που τον ψήφισε κυρίως γιαυτό, αλλά και σε
ένα παραδοσιακό τμήμα της αριστεράς που έχει τραφεί χρόνια τώρα με πιο
αντισυστημικά συνθήματα.
Το δίλημμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγάλο. Όσο ακολουθούν
την πρώτη στρατηγική και αυτό θα διαπιστώνεται στην καθημερινή πολιτική
αντιπαράθεση, δικαιώνουν ουσιαστικά τη Δημοκρατική Αριστερά. Που υποστηρίζει
από την αρχή χωρίς υπερβολές και επαναστατικά λόγια, ότι κόκκινη γραμμή είναι η
παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και την αναγκαιότητα μιας πολιτικής άμεσων
δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων και αλλαγών, ανεξαρτήτως
μνημονίου και μιας επαναδιαπραγμάτευσης με τους δανειστές μας για το χρέος
και το έλλειμμα. Και αυτό ουσιαστικά κάνει η Κυβέρνηση συνεργασίας σήμερα,
ανεξάρτητα εάν διαφωνεί κάποιος με τους ρυθμούς, την ένταση, τις μορφές και
τους τρόπους επαναδιαπραγμάτευσης που ακολουθεί. Κάποιος άλλος βέβαια, θα έλεγε
ότι σοφά κινείται η Κυβέρνηση, γιατί ίσως μια άλλη τακτική, που θα φαινόταν πιο
«επαναστατική» και πιο διεκδικητική απέναντι στους συμμάχους και δανειστές μας,
να έφερνε αντίθετα αποτελέσματα. Και αυτό για τον απλούστατο λόγο, ότι σήμερα η
χώρας μας, είναι ασυνεπής με πολλούς όρους της συμφωνίας της με τους εταίρους
και δανειστές μας. Και αυτοί από την πλευρά τους δεν θα μπορούσαν να πουν κάτι
διαφορετικό : Υλοποιείστε τα συμφωνηθέντα ή τέλος πάντων ένα σημαντικό μέρος
τους και μετά ελάτε να συζητήσουμε ότι θέλετε. Ανεξάρτητα όμως απ’αυτό, ο
ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αναφωνεί σήμερα θριαμβευτικά ότι δεν πήρε τίποτα η Ελλάδα από
τη Μέρκελ και τον Ολάντ, στην ουσία όμως
ομολογεί, ότι ο μόνος ρεαλιστικός δρόμος πολιτικής για τη χώρα μας είναι η
διαπραγμάτευση με τους συμμάχους μας και δανειστές μας, εντός ευρωπαϊκού
πλαισίου και εντός ευρωζώνης. Αυτό είναι η ουσία, τα άλλα είναι για να
δικαιολογεί την πολιτική του προς τους ψηφοφόρους του.
Αντικειμενικά αυτά τα θέματα θα απασχολήσουν
ιδιαίτερα την επόμενη περίοδο τον χώρο του ΣΥΡΙΖΑ, μπροστά και στις διαδικασίες
ενοποίησης του χώρου. Του ευχόμαστε το
καλύτερο, αλλά όσο και καλές προθέσεις να έχει ο οποιοσδήποτε, η σημερινή
πραγματικότητα συμβίωσης δύο αντίθετων πολιτικών στρατηγικών στο ίδιο κόμμα δεν
μπορεί να πάει πολύ μακριά.
Χαλκίδα 26-8-2012
Κώστας Χαϊνάς