Ας δούμε τα πράγματα όσο γίνεται πιο συγκεκριμένα. Η χώρα μας εδώ και δύο χρόνια βρίσκεται στην δίνη μιας σοβαρής οικονομικής και κοινωνικής κρίσης στα πλαίσια βέβαια μιας ευρωπαϊκής κρίσης, με σοβαρές επιπτώσεις σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας. Κρίση για την οποία μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι θα ενταθεί το επόμενο διάστημα. Οι αιτίες αυτής της κρίσης μπορούμε να τις εντοπίσουμε σε δύο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο οι αιτίες αυτές συνδέονται με το πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό μοντέλο που οικοδομήσαμε τις δεκαετίες μετά τη μεταπολίτευση με την βασική ευθύνη να βαρύνει τις κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις που κυβέρνησαν τη χώρα τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και οι υπόλοιπες πολιτικές δυνάμεις που δεν άσκησαν εξουσία δεν έχουν ευθύνες. Και η κοινωνία και οι πολίτες έχουμε ευθύνες για αυτό το σύστημα που οικοδομήσαμε, για την αδιαφορία μας, την ανοχή μας, τις λανθασμένες επιλογές μας, την συμμετοχή κάποιων σε ανομίες. Και ο ισχυρισμός κάποιων ότι για όλα φταίνε οι κυβερνώντες, ας θυμηθούν κάποιο συμπέρασμα πολλών ιστορικών αναλυτών για πολλά γεγονότα στην κοινωνική εξέλιξη: Για να γίνει αυτό που θέλουν οι από πάνω, πρέπει να το θέλουν και οι από κάτω. Και αν αυτό επαναλαμβάνεται πολλές φορές, τότε μάλλον έχουν ευθύνες και από κάτω. Οι ευθύνες των υπολοίπων πολιτικών αλλά και κοινωνικών δυνάμεων που δεν κυβέρνησαν, μπορούν να σημειωθούν στο βαθμό που συναίνεσαν ή που ανέχτηκαν ή που σιώπησαν σε παθογένειες του συστήματος, τις οποίες σήμερα αναγνωρίζουμε οι περισσότεροι. Μόνο ένα παράδειγμα θα αναφέρω. Ποια πολιτική δύναμη έχει πει κάτι τόσα χρόνια, για το γεγονός ότι η χώρα μας κάθε χρόνο για να μπορεί να πληρώνει εκτός από τοκοχρεωλύσια, μισθούς και συντάξεις, δανειζόταν περίπου 20 δις. ευρώ κάθε χρόνο; Προσωπικά δεν θυμάμαι κάποια. Όλες έπαιρναν τις κρατικές χρηματοδοτήσεις τους, σιγόνταραν αν δεν ενίσχυαν τον λαϊκισμό των διαφόρων συντεχνιών οι οποίες διεκδικούσαν σε βάρος των υπολοίπων όλο και περισσότερες «κατακτήσεις», συνέβαλλαν στην ενίσχυση και επέκταση του Κράτους με τους πελατειακούς διορισμούς των κυβερνώντων, κατακτήσεις όμως που δεν ήταν αντίστοιχες του πραγματικού οικονομικού και ανταγωνιστικού επιπέδου της κρατικοδίαιτης οικονομίας μας. Άρα λοιπόν ολόκληρο το πολιτικό σύστημα πρέπει να μιλήσει για όλα και για όλους, αλλά και ο καθένας για τον εαυτό του. Σε δεύτερο επίπεδο (όχι υποδεέστερο βέβαια από άποψη σημασίας), οι αιτίες της κρίσης συνδέονται με τα σοβαρά και μεγάλα ελλείμματα δημοκρατικής λειτουργίας του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, αλλά και με γενικότερους παράγοντες που αφορούν αυτό που ονομάζουμε παγκόσμιες σχέσεις καπιταλιστικής οικονομίας – αγορών και κοινωνίας – πολιτικής. Όλα αυτά που λειτούργησαν και λειτουργούν σε βάρος της κοινωνίας και της πολιτικής γενικότερα.
Αυτή η κρίση έχει δημιουργήσει πολλές συγχύσεις και αντιφάσεις και στο υπάρχον πολιτικό σύστημα. Σύγχυση, αναποφασιστικότητα, αντιφάσεις, οριζόντιες και κάθετες διαχωριστικές γραμμές χαρακτηρίζουν εσωτερικά τις πολιτικές δυνάμεις. Και ήταν επόμενο. Ακόμη και αυτή η μεταβατική Κυβέρνηση Παπαδήμου, έτσι όπως συγκροτήθηκε, εκφράζει αυτή την αμηχανία και σύγχυση του πολιτικού συστήματος, κάτω από την πίεση της επικείμενης χρεοκοπίας και της διακοπής της δανειοδότησης της χώρας από τους εταίρους και δανειστές της. Ίσως όμως βοηθήσει να ξεκαθαρίσουν κάποια πράγματα όσον αφορά την αντιμνημονιακή ρητορική κάποιων και την στείρα καταγγελλειολογία κάποιων άλλων. Ίσως επίσης βοηθήσει να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για μια ριζική ανακατάταξη και αναδιαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού. Το θέμα και το ερώτημα βέβαια που σήμερα είναι το ζητούμενο είναι, σε ποια κατεύθυνση θα είναι οι αυριανές πολιτικές εξελίξεις. Ποιες είναι οι εναλλακτικές προτάσεις εξουσίας και οι φορείς τους που θα απευθυνθούν στον ελληνικό λαό τις επόμενες – όποτε και αν γίνουν - εκλογές;
Δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχει κατά τη γνώμη μου κάποια εναλλακτική πολιτική πρόταση. Πειστική και ρεαλιστική. Όχι μόνο σε επίπεδο διακήρυξης. Αλλά και εφαρμόσιμη. Μια εναλλακτική πρόταση που μπορεί να εμπνεύσει και να συνεπάρει την κοινωνία. Και να γίνει πρόταση εξουσίας. Αφού δεν έχουμε κάποια χειροπιαστή πρόταση, ας μιλήσουμε με υποθέσεις και προσδοκίες.
Σε πρώτο επίπεδο πρέπει να δώσουμε απάντηση ποια θα πρέπει να είναι η προοπτική της χώρας, εφόσον από τα πράγματα μπήκε το θέμα της συμμετοχής της χώρας μας στην ευρωζώνη σε αμφισβήτηση, αλλά και γιατί χρειάζεται να δώσουμε κάποια απάντηση ίσως στους ίδιους μας τους εαυτούς. Γιατί εάν θέλουμε να είμαστε εντός ευρωζώνης και ΕΕ αυτό σημαίνει κάποιες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις και όχι μόνο πόρους και δικαιώματα. Δεν μπορεί να διεκδικείς ευρωομόλογο και να μην λες ταυτόχρονα ότι η έκδοση ευρωομολόγου και ο δανεισμός των Κρατών μελών της Ευρωζώνης απ’ευθείας από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, σημαίνει κοινή δημοσιονομική πολιτική και κοινός προϋπολογισμός των χωρών της ευρωζώνης. Το θέλουμε αυτό ή όχι; Τώρα αν αυτό λέγεται μείωση της εθνικής κυριαρχίας, ας δούμε κατάματα τα πράγματα. Ναι, μια Ευρωπαϊκή Ένωση αύριο με εκλεγμένη Κυβέρνηση από τους ευρωπαϊκούς λαούς, ομοσπονδιακού χαρακτήρα θα μειώσει σημαντικά τις εξουσίες της εθνικής Κυβέρνησης και αυτό είναι φυσικό, εφόσον θα αποτελούμε ένα υποσύνολο μιας ευρύτερης δημοκρατικής ένωσης και αυτό θα το έχουμε επιλέξει συνειδητά εμείς οι πολίτες. Το θέλουμε αυτό ή όχι ; Αυτό είναι θεμελιακό δίλημμα και πρέπει να το απαντήσουμε. Δεν μπορούμε να καταγγέλλουμε σε όλους τους τόνους το μνημόνιο και από την άλλη να θεωρούμε καταστροφή την έξοδο από το ευρώ. Λοιπόν ένα βασικό που πρέπει να αποφασίσουμε είναι τι θέλουμε ως χώρα και ως πολίτες όσον αφορά την ευρωζώνη και την ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας γενικότερα.
Σήμερα λοιπόν με λογική και περίσκεψη πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα : Εντός Ευρωζώνης και ΕΕ, έστω αυτής της ελλειμματικής και ανολοκλήρωτης δημοκρατικά Ευρώπης στην οποία όμως μπορούμε να αγωνισθούμε για την δημοκρατική της εξέλιξη με τους άλλους ευρωπαϊκούς λαούς, ή επιστροφή στο εθνικό νόμισμα;
Το δίλημμα αυτό είναι πραγματικό και ουσιαστικό. Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί ήταν επικίνδυνο (για ποιους άραγε ;) να ρωτηθεί ο ελληνικός λαός για σοβαρά θέματα σταθμούς, όπως όταν μπήκαμε στην τότε ΕΟΚ και σήμερα Ευρωπαϊκή Ένωση, όταν ενταχθήκαμε στην ΟΝΕ και στην συνέχεια στην ευρωζώνη, όταν μας ζήτησαν να ενταχθούμε στο μνημόνιο και σήμερα που μας ζητάνε να υπογράψουμε μια νέα δανειακή σύμβαση. Κάποιοι λένε ότι η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, έτσι όπως εκφράζεται από τα υπάρχοντα πολιτικά κόμματα, αλλά και μέσα από τις δημοσκοπήσεις, είναι υπέρ της συμμετοχής της χώρας στην ευρωζώνη και στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Και εφόσον αληθεύει αυτή η διαπίστωση τι φοβούνται να ρωτηθεί και να εκφραστεί ελεύθερα ο ελληνικός λαός ;
Προσωπικά δεν θεωρώ καταστροφή της χώρας μια έξοδο από την ευρωζώνη και την Ευρωπαϊκή Ένωση ίσως, με μια προϋπόθεση. Να γνωρίζουμε όλοι τι σημαίνει αυτό για όλους μας, για την χώρα μας και να είναι μια απόφαση συνειδητή, συλλογική και δημοκρατική της ελληνικής κοινωνίας. Γιατί μια συνειδητή απόφαση όλων μας σημαίνει ότι είμαστε αποφασισμένοι να δεχθούμε τις όποιες αρνητικές συνέπειες μιας αυτόβουλης εξόδου. Ότι είμαστε αποφασισμένοι να περάσουμε μια πολύ δύσκολη και επώδυνη περίοδο με την προσδοκία να μπορέσουμε να ανορθώσουμε τη χώρα σε ένα παραγωγικό μοντέλο επ’ ωφελεία των περισσοτέρων. Ας υποθέσουμε λοιπόν ότι μια δημοκρατική Κυβέρνηση αποφασίζει να καταγγείλει την δανειακή σύμβαση με τους εταίρους μας και να σταματήσει τις πληρωμές των τοκοχρεωλυσίων των δανείων. Οι επιλογές αυτές μάλλον θα συνοδευτούν από ακύρωση της συμμετοχής μας τουλάχιστον στην ευρωζώνη και μάλλον θα βάλλει σε δοκιμασία την συνολική συμμετοχή της χώρας μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι άμεσες συνέπειες αυτών των εξελίξεων με βάση τα έσοδα που έχουμε θα είναι η πιθανή αδυναμία του Κράτους να πληρώσει τους μισθούς και τις συντάξεις, αφού θα έχει αποφασίσει να μην υλοποιηθεί η εφεδρεία για κανέναν. Δανεικά από το εξωτερικό σε πρώτη φάση πρέπει να τα ξεχάσουμε εκτός αν υπάρξουν τρίτοι δανειστές με πλεονάσματα, όπως η Ρωσία και η Κίνα που ίσως προθυμοποιηθούν να μας δανείσουν, αλλά όπως καταλαβαίνουμε κανένας σήμερα δεν δίνει τα χρήματά του χωρίς ανταλλάγματα και φαντάζομαι ότι αυτά θα είναι πολύ σκληρά. Μπορεί να μην μας ζητήσουν δημοσιονομική πειθαρχία και μηδενικά ελλείμματα, όπως μας ζητούν σήμερα οι εταίροι μας με το μνημόνιο και τη νέα δανειακή σύμβαση, αλλά ίσως να είναι η αποκλειστική εκμετάλλευση φυσικών πόρων της χώρας. Οι πρώτες ελλείψεις που θα καταλάβουμε αμέσως θα είναι τα αγροτικά προϊόντα, τα οποία σήμερα εισάγουμε και όπως καταλαβαίνουμε αύριο με το δικό μας υποτιμημένο νόμισμα θα είναι πανάκριβα. Αφού φροντίσαμε ως χώρα να μετατραπούμε από εξαγωγική χώρα στα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα σε μια χώρα ελλειμματική αφού εισάγουμε σήμερα αγροτικά προϊόντα περίπου διπλάσιας αξίας από αυτά που εξάγουμε. Επίσης θα υπάρξουν μεγάλες ελλείψεις σε πετρέλαιο και θα το αγοράζουμε πανάκριβα με αποτέλεσμα μάλλον να γίνει απαγορευτικό για πολλές οικογένειες. Οι δανειολήπτες σε νόμισμα του ευρώ σήμερα θα παραλάβουν την άλλη μέρα της κυκλοφορίας του εθνικού νομίσματος, ένα νέο δυσβάστακτο δάνειο σε ξένο πλέον νόμισμα. Η πιο βασική συνέπεια βέβαια της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα θα είναι η επέλαση των ισχυρών του χρήματος (οι οποίοι βέβαια έχουν φροντίσει να τα έχουν σήμερα φυλαγμένα σε φορολογικούς παραδείσους), οι οποίοι θα πέσουν πάνω στην χώρα και θα αγοράζουν τα πάντα σε εξευτελιστικές τιμές γι αυτούς και πολύ ακριβές για μας τους υπόλοιπους αυτόχθονες. Βεβαίως ενδέχεται η νέα Κυβέρνηση της χώρας να περιορίσει αυτήν την επέλαση με διάφορα μέτρα και νόμους, αλλά πόσο θα αντέξει ; Πόσο θα αντέξει ένα Κράτος που θα περιορίσει την κίνηση των κεφαλαίων στην επικράτεια του, θα βάζει δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα ; Και κυρίως πόσο αποφασισμένοι είμαστε όλοι μας να αντέξουμε αυτήν την νέα πρωτόγνωρη επώδυνη κατάσταση ; Κάποιοι λένε ότι αυτή η έξοδος ίσως μακροπρόθεσμα μας κάνει καλό. Θα μας ταρακουνήσει ως κοινωνία και θα μας βοηθήσει να συνειδητοποιήσουμε ότι πρέπει να στηριχτούμε στις δικές μας κυρίως δυνάμεις. Να θυμηθούμε την αγροτική μας παραγωγή και να γυρίσουμε στα χωράφια μας, να αξιοποιήσουμε τα στρατηγικά πλεονεκτήματα του τουρισμού και της ναυτιλίας μας. Μια τέτοια εξέλιξη, η οποία σημειώνω ότι είναι μια συνειδητή δημοκρατική απόφαση της ελληνικής κοινωνίας, είτε μέσω εκλογών, είτε μέσω δημοψηφίσματος, -εκφράζει δηλαδή τη γνήσια διάθεση του ελληνικού λαού-, μπορεί να έχει κάποια ευοίωνη προοπτική, με την προϋπόθεση ότι, δεν θα υψώσει εθνικά σύνορα και δεν θα απομονώσει τη χώρα, αλλά αντίθετα, θα μας βοηθήσει να στηριχθούμε και να αναδείξουμε τα δικά μας πλεονεκτήματα, για την διεκδίκηση μιας νέας θέσης στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Και ίσως ξανασυναντηθούμε σε ένα νέο κύκλο, με τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, γιατί ιστορικά είμαστε καταδικασμένοι όλοι οι λαοί, χωρίς εθνοκεντρισμούς να συνεργασθούμε και να συμβιώσουμε στο κοινό μας σπίτι που λέγεται πλανήτης γη.
Κάποιες απόψεις περί απεχθούς χρέους και μονομερούς μη αναγνώρισης του, όσο και συμπαθητικές και αν ακούγονται, πρέπει να τις εξετάσουμε και να δούμε τα πράγματα όπως πραγματικά είναι και όχι όπως θα θέλαμε να είναι. Άσχετα πως και που διατέθηκαν, τα δάνεια αυτά τα συνάψαν εκλεγμένες δημοκρατικά Κυβερνήσεις της χώρας. Και δημοσιονομικό έλεγχο να κάνεις για τα δάνεια αυτά και να διαπιστώσεις ότι πολλά από αυτά διατέθηκαν για αλλότριους σκοπούς, αυτό δεν σημαίνει ότι έχουν ευθύνη οι δανειστές. Ακόμη και οι μπολσεβίκοι μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση διαπραγματεύθηκαν για τα χρέη της Τσαρικής Ρωσίας με τη Δύση. Άρα και εμείς λοιπόν εφόσον είμαστε υποχρεωμένοι να τα αναγνωρίσουμε, στην συνέχεια ασφαλώς διαπραγματευόμαστε για τον περιορισμό τους και την περικοπή τους (κοινώς «κούρεμα»). Ασφαλώς μπορεί να γίνει περικοπή των δανείων αυτών μέσα από διαπραγματεύσεις με τους δανειστές μας. Και αυτό θα γίνει όχι γιατί θα μας λυπηθούν. Απλά για να μην τα χάσουν όλα, θα διαπραγματευθούν με μια νέα σοβαρή και υπεύθυνη Κυβέρνηση η οποία είναι διατεθειμένη να αποπληρώσει το υπόλοιπο των δανείων της και να το διασφαλίσει. Και μην ξεχνάμε ότι πολλοί από τους δανειστές μας δεν είναι πάντα σκοτεινοί κερδοσκόποι. Μπορεί να είναι και εργαζόμενοι της Γαλλίας και της Γερμανίας που μας δάνεισαν από τα αποθεματικά των ασφαλιστικών τους ταμείων. Μονομερείς όμως αποφάσεις μη αναγνώρισης του χρέους, καταγγέλλοντας τους πάντες ότι συνωμότησαν ενάντια στη χώρα μας, θα οδηγήσουν αναπόφευκτα στην διεθνή απομόνωση της χώρας, που θα μας γυρίσει κάποιες δεκαετίες πίσω, ακόμη και στην περίπτωση που αποφασίσουμε δημοκρατικά ως κοινωνία την αποδέσμευση της χώρας από το ευρώ και ίσως και από την Ευρωπαϊκή Ένωση και ακολουθήσουμε έναν άλλο δρόμο. Τον οποίο στην περίπτωση αυτή δυσκολεύομαι πραγματικά να περιγράψω συγκεκριμένα.
Εάν όμως δεχθούμε λοιπόν ότι η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού είναι υπέρ της συμμετοχής της χώρας στην ευρωζώνη και στην ΕΕ τότε τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Η χώρα πρέπει να αναζητήσει τις πολιτικές αυτές στα πλαίσια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Πρέπει να αναζητήσει τις συμμαχίες με εκείνες τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, για μια Ευρώπη δημοκρατική, κοινωνικά αλληλέγγυα, μια Ευρώπη των λαών για να θυμηθούμε ένα παλιό σύνθημα.
Σε κάθε περίπτωση όμως –όποια και αν είναι η απάντηση που θα δώσουμε στο θέμα του ευρώ- πρέπει να δούμε επιτέλους τι αλλαγές χρειάζεται το πολιτικό και κοινωνικό μοντέλο της χώρας μας. Αυτές τις αλλαγές πρέπει να τις κάνουμε εμείς και κανένα μνημόνιο δεν μπορεί να τις προβλέψει ούτε να τις επιβάλλει. Πρέπει να αποφασίσουμε επιτέλους μόνοι μας εάν οι πτυχιούχοι φαρμακοποιοί θα μπορούν να ανοίγουν φαρμακείο όπου θέλουν και αν οι ταξιτζήδες θα έχουν αποκλειστικές άδειες για να τις μεταβιβάζουν έναντι 200.000 ευρώ κερδοσκοπώντας κάποια κυκλώματα επιτήδειων. Πρέπει να μεταρρυθμίσουμε το Κράτος, να το κάνουμε φιλικό στον πολίτη, να εισάγουμε την δημοκρατική αξιολόγηση και αυτοαξιολόγηση των υπηρεσιών και των υπαλλήλων. Πρέπει … πρέπει… Τόσα πολλά πρέπει που δεν έχουν τελειωμό. Αυτά πρέπει επιτέλους να τα συζητήσουμε και να αποφασίσουμε τι θέλουμε ως κοινωνία. Δεν μπορούμε να τα αναβάλλουμε στο μέλλον γιατί τάχα έχουν άλλα προτεραιότητα. Ούτε να ψηφίζουμε κάποια πολιτική δύναμη σήμερα, η οποία δεν θα μας πει ξεκάθαρα τι λέει για όλα αυτά και κυρίως για την συμμετοχή μας στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Τώρα αν με ρωτούσατε τι θα ψήφιζα σε ένα ενδεχόμενο δημοψήφισμα για την συμμετοχή της χώρας μας στο ευρώ και στην Ευρωπαϊκή Ένωση ή στις επερχόμενες εκλογές θα σας απαντούσα ως εξής. Σε έναν κόσμο αλληλοεξαρτώμενο οι απαντήσεις στα προβλήματα από τα πράγματα δεν μπορούν να έχουν στενά εθνική διάσταση. Δυστυχώς σήμερα δεν υπάρχουν περιφραγμένοι παράδεισοι. Ποτέ δεν υπήρξαν βέβαια και μάλλον δεν θα υπάρξουν. Είμαστε καταδικασμένοι να συνυπάρχουμε σε έναν πλανήτη με περιορισμένους πόρους. Το νερό που πίνουμε και ο αέρας που αναπνέουμε είναι κοινά αγαθά και πολύτιμα για το ανθρώπινο είδος και γενικότερα για τη ζωή. Μια καταστροφή στα δάση τα Αμαζονίου έχει σοβαρές επιπτώσεις στον αέρα που αναπνέουμε οι κάτοικοι της Ευρώπης. Άρα οι απαντήσεις θα είναι ευρωπαϊκές και παγκόσμιες. Αυτό δεν σημαίνει ότι υποτιμούμε τις εσωτερικές αλλαγές που απαιτούνται σε κάθε χώρα. Αντίθετα. Μπορεί να χρειάζεται να σκεφτόμαστε παγκόσμια για να έχουμε το όλον, αλλά πάντα ως άνθρωποι και ως κοινωνία θα δρούμε τοπικά. Και μέσα από τη δράση αυτή θα ωριμάζουν οι συνθήκες για γενικότερες αλλαγές σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και περισσότερο γειτονιά μας. Και επειδή έχω συνειδητοποιήσει πλέον, ότι η ποθούμενη επανάσταση του χτες, σήμερα σημαίνει μικρές και καθημερινές μεταρρυθμίσεις και αλλαγές προς το καλύτερο σε μας τους ίδιους και στην κοινωνία γενικότερα, θα επιλέξω αυτό τον δρόμο και εκείνες τις δυνάμεις που είναι διατεθειμένες να ενταχθούν στο προσκήνιο της πολιτικής ζωής και γιατί όχι να πρωταγωνιστήσουν και να Κυβερνήσουν. Όπως δείχνουν τα πράγματα θα οδηγηθούμε σε Κυβερνήσεις συνεργασίας. Ήδη έχουμε τα πρώτα σημάδια συνάντησης και συνεργασίας του συντηρητικού πόλου με αφορμή την κατάργηση του νόμου για την απόδοση της ιθαγένειας στους μετανάστες. Απέναντι στον πόλο αυτό θα υπάρξει προοδευτική εναλλακτική πρόταση ; Αυτό θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από την αριστερά. Όχι την αριστερά που επαγγέλλεται σήμερα λαϊκές εξουσίες και αρνείται κάθε είδους συνεργασία με τις άλλες προοδευτικές δυνάμεις, ούτε την αριστερά που θα μείνει μόνο στις καταγγελίες και στον ακτιβισμό. Αλλά εκείνη η αριστερά που θα μπορέσει να αρθρώσει ένα ολοκληρωμένο πολιτικό λόγο και θα διατυπώσει μια εναλλακτική προοδευτική πολιτική πρόταση συνεργασίας σε βασικούς προγραμματικούς άξονες, μπορεί να αποτελέσει την ελπίδα και την λύση απέναντι στην συντηρητική λύση. Γιατί πρέπει να αλλάξουμε τα πράγματα σήμερα, έστω και λίγο και όχι απλά να λέμε επαναστατικές κουβέντες για κατανάλωση και να αναβάλλουμε τα πάντα σε κάποιο αδιόρατο αύριο.
Χαλκίδα 27-11-2011
Κώστας Χαϊνάς