Τρεις μόνο λέξεις, Δημοκρατία, Διαφάνεια, Αξιοκρατία, μπορούν να συμπυκνώσουν τα αιτήματα των καιρών.
Μπροστά σε μια εικόνα γενικής πολιτικής απαξίωσης σε θεσμούς, κόμματα και πολιτικό προσωπικό. Τα δύο μεγάλα κόμματα – παρατάξεις που κυβέρνησαν τη χώρα από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα, αποδεικνύονται ανίκανα, να δώσουν άμεσες δημοκρατικές λύσεις σε χρονίζοντα προβλήματα της δημοκρατίας μας. Παρότι κάποια κυβερνητικά μέτρα είναι στην σωστή κατεύθυνση, η Κυβέρνηση συνολικά δεν πείθει ότι μπορεί να βγάλει τη χώρα από τη κρίση και να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις της, γιατί κυρίως δεν εμπνέει και ως σύνολο δεν αποτελούν μια ολοκληρωμένη πολιτική. Δεν πείθει κυρίως γιατί στην κοινή γνώμη τα βαρίδια της πολιτικής του παρελθόντος λειτουργούν καθοριστικά στο παθητικό του ισοζυγίου της πολιτικής της. Παρότι και τα δύο κόμματα είναι υποχρεωμένα κατά καιρούς να προσπαθούν να αποποιηθούν ευθύνες των πολιτικών του παρελθόντος και να διαχωρίσουν την θέση τους. Παρότι και οι δύο ηγεσίες αυτών των κομμάτων είναι νέες σχετικά, αποδείχθηκαν όμως μέχρι σήμερα ότι δεν είναι ικανές να κόψουν τον ομφάλιο λώρο που τους συνδέει με το ‘αμαρτωλό’ παρελθόν των πολιτικών τους. Και η εξήγηση είναι απλή. Γιατί δεν υπήρξε ποτέ μέχρι σήμερα, καμιά αυθεντική και ριζική πολιτική αναθεώρησης των πολιτικών τους και ουσιαστικής αυτοκριτικής των ηγεσιών και των δύο κομμάτων. Γιατί περιστασιακά και αποσπασματικά διαχωρίζουν τη θέση τους μόλις η δημοσιογραφική ή η εισαγγελική έρευνα αναδείξει ενοχοποιητικά στοιχεία για κάποιους πολιτικούς πρωταγωνιστές των προηγούμενων Κυβερνήσεων. Συμπέρασμα. Το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα δεν μπορεί όχι απλά να οδηγήσει τη χώρα σε μια προοπτική εξόδου από τα σημερινά αδιέξοδα, δεν μπορεί καν να διαχειριστεί απλά ζητήματα δημοκρατικών μεταρρυθμίσεων. Από την άλλη πλευρά η αριστερά, εκτός κάποιων μεμονωμένων φωνών ή εκφράσεων, έχει σχεδόν κηρύξει την ‘σοσιαλιστική επανάσταση’ είτε με τη μορφή της ‘επαναστατικής γυμναστικής’ με τους αποκλεισμούς των κρουαζερόπλοιων και των Ξενοδοχείων, είτε με τα ‘Μέτωπα Ανατροπής’ είτε με διακηρύξεις για την ‘υπέρβαση’ του συστήματος και την ‘προώθηση του σοσιαλισμού’. Οι πολίτες λοιπόν παρακολουθούν από την μια, τους δύο εταίρους του δικομματισμού, χωρίς ασφαλώς να ταυτίζονται, να προσπαθούν να αρθρώσουν μια νέα πολιτική που όμως στηρίζεται σε παλιά ‘υλικά’ και σε αποτυχημένες συνταγές. Από την άλλη, μια αριστερά αυτοπαγιδευμένη στον μικρόκοσμό της, αγνοεί τις συγκεκριμένες συνθήκες και τη πραγματικότητα της χώρας μας και να συνθηματολογεί ή να καταγγέλλει στην καλύτερη περίπτωση τους πάντες. Αν μπορώ κατ’ ελάχιστο να εκφράσω το κοινό αίσθημα, αυτό που διαπιστώνω είναι ότι οι πολίτες δεν ‘βλέπουν’ πουθενά εναλλακτικές πολιτικές λύσεις σήμερα και αυτό εκφράζεται και μέσω των δημοσκοπήσεων σε ένα βαθμό. Και όταν αναφερόμαστε σε εναλλακτικές πολιτικές διεξόδου εννοούμε λύσεις ρεαλιστικές, άμεσα εφαρμόσιμες και κυρίως αναφερόμαστε στις πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να εκφράσουν και να υλοποιήσουν αυτές τις εναλλακτικές λύσεις, σε ένα πλαίσιο μιας εναλλακτικής Κυβερνητικής πολιτικής εξουσίας. Γιατί αυτό είναι το ζητούμενο. Η κοινωνία δεν θέλει μόνο ωραίες και ΄φανταχτερές’ προτάσεις αλλά κυρίως θέλει να ακούσει για κυβερνητικές λύσεις εφαρμοσμένης πολιτικής.
Και αυτό δυστυχώς λείπει σήμερα από το πολιτικό σκηνικό.
Ποια είναι λοιπόν η λύση σήμερα ;
Χωρίς καμιά αίσθηση γνώσης της μοναδικής αλήθειας, εκτιμώ ότι σήμερα το πρόβλημα της χώρας είναι πρόβλημα δημοκρατικού ελλείμματος. Δεν αφορά άμεσα ούτε τα μονοπώλια και τον ιμπεριαλισμό, ούτε την εφαρμογή του σοσιαλισμού. Το πρόβλημα της χώρας είναι πρόβλημα μιας δημοκρατικής ανασυγκρότησης του Κράτους και της κοινωνίας μας, σε όλα τα επίπεδα και τους θεσμούς της. Σήμερα χρειαζόμαστε ένα δημοκρατικό σύστημα κεντρικής διοίκησης, με μηδενισμό της γραφειοκρατίας, με αξιοκρατία και διαφάνεια. Με όλες τις δημόσιες προμήθειες μέσω διαγωνισμών, ανοικτούς και διαφανείς σε όλους. Χρειαζόμαστε μια μεγάλη μεταρρύθμιση στην παιδεία μας, με αναβάθμιση όλων των επιπέδων σπουδών, με την επ-ανακάλυψη του ρόλου του εκπαιδευτικού στο σχολείο και στο πανεπιστήμιο, την αξιολόγηση και την αυτοαξιολόγηση του έργου του. Χρειαζόμαστε ένα δημόσιο σύστημα υγείας που θα έχει πρόσβαση ο κάθε πολίτης και ένα δίκαιο ασφαλιστικό σύστημα για όλους τους Έλληνες χωρίς συντεχνιακές εξαιρέσεις που θα μπορούν να έχουν μια δίκαιη σύνταξη ανάλογα με τα χρόνια εργασίας τους και το ύψος των εισφορών τους. Χρειαζόμαστε μια παραγωγική οικονομία με επιχειρήσεις που θα λειτουργούν ασφαλώς με κανόνες αλλά δεν θα δαιμονοποιείται η επιχειρηματικότητα, η παραγωγικότητα και η ανταγωνιστικότητα, αλλά θα έχουν κίνητρα ώστε να συμβάλλουν και να διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο στην παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας. Χρειαζόμαστε δραστική μείωση των εξοπλισμών, εκδημοκρατισμό και ανακαθορισμό των σχέσεων Κράτους-Εκκλησίας με τον διαχωρισμό των λειτουργιών τους και πολλά ίσως άλλα μέτρα εκδημοκρατισμού που έχουν ειπωθεί κατά καιρούς. Κυρίως χρειάζεται να ανακαλύψουμε ένα νέο όραμα που θα εμπνεύσει τους πολίτες και κυρίως την απογοητευμένη νεολαία που βλέπει καθημερινά τον κοινωνικό αποκλεισμό σε βάρος της.
Όλα αυτά κάποιοι θα τα κατηγορήσουν ότι κινούνται μέσα στα πλαίσια του καπιταλισμού και αποτελούν εξωραϊσμό του συστήματος. Ναι ασφαλώς όλες αυτές οι προτάσεις που αποτελούν το πλαίσιο μιας δημοκρατικής μεταρρύθμισης δεν θα ανατρέψουν το σύστημα. Θα το εκδημοκρατίσουν όμως και αυτό χρειάζεται σήμερα το σύστημά μας. Ή να το πω κάπως διαφορετικά. Η κοινωνία μας για τα αιτήματα αυτά είναι ώριμη να τα πραγματοποιήσει, αλλά και τα αιτήματα αυτά είναι ώριμα για να υλοποιηθούν. Κάθε αίτημα που θα υπερβαίνει αυτήν την ωριμότητα, θα είναι ένα κενό σύνθημα χωρίς αποδέκτες. Γιαυτό τα προτιμώ. Γιατί είναι ρεαλιστικά και άμεσα πραγματοποιήσιμα. Τα προτιμώ λοιπόν από μια γενική καταγγελία του συστήματος και από μια πολιτική ουσιαστικής απραξίας και διαιώνισης του χτες. Τα προτιμώ από ένα γενικόλογο κουβεντολόι, σε δουλειά να βρισκόμαστε και να μην γίνεται τίποτα τελικά. Η κοινωνία να βράζει και κάποιοι να διαγκωνίζονται σε ‘επαναστατικές κουβέντες’. Γιατί σήμερα επαναστατικό είναι κάθε τι που αλλάζεις σε κάτι δημοκρατικότερο και καλύτερο για τους πολίτες και όχι οι δήθεν ‘επαναστατικές’ διακηρύξεις και τα συνθήματα που δεν αλλάζουν τίποτα. Ναι σήμερα πιστεύω ότι ο τόπος μας χρειάζεται μια δημοκρατική επανάσταση. Μια επανάσταση ας την πούμε της κοινής λογικής και της δημοκρατικής αναγέννησης της χώρας. Και στο ερώτημα ποιος θα την κάνει αυτήν την επανάσταση θα έλεγα. Η επανάσταση αυτή έχει έναν πρωταγωνιστή. Τον πολίτη. Την κοινωνία των πολιτών. Τα πολιτικά υποκείμενα έρχονται και παρέρχονται. Δεν αποτελούν αυτοσκοπό αλλά μέσον στην ιστορική εξέλιξη για την πρόοδο της κοινωνίας. Εάν το τμήμα της δημοκρατικής αριστεράς που αποσπάστηκε πρόσφατα από τον ΣΥΝ, αυτοαναλωθεί στον μικρόκοσμο της αριστεράς και διαχειριστεί με όρους διάσπασης την ύπαρξή του, θέλοντας απλά να δείξει την διαφορετικότητά του, θα αποτύχει όσο και αν οι προθέσεις των ηγετών αυτής της έκφρασης είναι αγνές και καλοπροαίρετες. Το ζητούμενο σήμερα δεν είναι να αναβιώσουμε απλά ένα σχήμα σαν την ΕΑΡ ή σαν το ΚΚΕ εσωτερικού όσο και αν τα σχήματα αυτά ενέπνευσαν και άνοιξαν δρόμους σε άλλες δύσκολες εποχές. Ούτε έχει νόημα να εμπλακεί σε μια άγονη αντιπαράθεση με τα άλλα τμήματα της αριστεράς. Οι πολίτες αδιαφορούν ποιο τμήμα της αριστεράς είναι πιο σωστό ή πιο έχει δίκιο σε μια αντιπαράθεση. Οι πολίτες βλέπουν τα πολιτικά σχήματα ως μέσα για την εφαρμογή εναλλακτικών πολιτικών λύσεων. Και με βάση αυτό το κριτήριο τα επιλέγουν καθημερινά και στις εκλογικές αναμετρήσεις. Εάν λοιπόν το τμήμα αυτό της δημοκρατικής αριστεράς κατανοήσει ποιο είναι το πρόβλημα σήμερα για τον τόπο και ποιες είναι οι λύσεις, θα ξεπεράσει τον εαυτό του και θα προτείνει στην ελληνική κοινωνία την εναλλακτική πολιτική πρόταση που είναι η δημοκρατική διέξοδος και η συγκρότηση της πιο πλατιάς πολιτικής συσπείρωσης από τις παρυφές του φιλελεύθερου κέντρου έως και τη δημοκρατική αριστερά, που θα καλεστεί να διαχειριστεί αύριο τις υποθέσεις του τόπου, ακόμη και σε Κυβερνητικό επίπεδο.
Κώστας Χαϊνάς
12-6-2010