Γιατί οι πολίτες επιλέγουν σταθερά εδώ και τριάντα πέντε χρόνια τα κόμματα του δικομματισμού ;
Γιατί τα κόμματα της αριστεράς περιορίζονται στα γνωστά ποσοστά τους, παρά την κατάρρευση του ενός ή του άλλου πόλου του δικομματισμού ;
Ερωτήματα που ζητούν επειγόντως απαντήσεις.
Οι εκλογές τέλειωσαν. Η ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ και προσωπικά ο κ. Καραμανλής υπέστη μια συντριπτική ήττα. Το ΠΑΣΟΚ κατήγαγε μια μεγάλη νίκη, παίρνοντας την ποθούμενη αυτοδυναμία. Οι δυνάμεις του ΚΚΕ υπέστησαν μια υποχώρηση δείχνοντας ότι έχει πιάσει ‘’οροφή’’ που πρέπει να προβληματίσει τον Περισσό. Ο ΛΑΟΣ πήρε ένα τμήμα της δυσαρέσκειας των ψηφοφόρων της ΝΕΑΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ και αύξησε τις δυνάμεις του, χωρίς όμως να πείθει τους συντηρητικούς ψηφοφόρους για τις πολιτικές του. Η επίδοση του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, αν και οι δυνάμεις του σημείωσαν μια μικρή υποχώρηση, στις γνωστές συνθήκες που είχαν δημιουργηθεί στο εσωτερικό του, θεωρείται μια μικρή νίκη. Κυρίως το αποτέλεσμα αποτελεί μια επιβεβαίωση των επιλογών του προέδρου του ΣΥΝ και μια σημαντική προσωπική του νίκη απέναντι στους αμφισβητίες του. Οι Οικολόγοι – Πράσινοι κατέγραψαν μια σημαντική νίκη παρότι δεν ξεπέρασαν το όριο του 3%, αφού καταγράφονται πλέον ως μια σημαντική πολιτική δύναμη, υπερδιπλασιάζοντας τις δυνάμεις που είχαν πάρει το 2007. Το μέλλον βέβαια θα δείξει κατά πόσο το εγχείρημά τους θα αποβεί βιώσιμο σε ένα πολιτικό σκηνικό που ο δικομματισμός καλά κρατεί.
Και αυτό είναι το ζητούμενο. Που οφείλεται η κυριαρχία του δικομματισμού τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια ; Ασφαλώς συνδέεται με τον εκλογικό νόμο και σε μια σειρά άλλους λόγους, που όμως δεν είναι του παρόντος σημειώματος. Αυτό που θα μας απασχολήσει σήμερα είναι κατά πόσο η πολιτική της αριστεράς διαχρονικά συμβάλλει έστω και κατ’ ελάχιστον στην διαιώνισή του. Και εξηγούμαι.
Τι έχουμε στο πολιτικό σκηνικό από τη μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Δύο κόμματα –που ονομάστηκαν από πολλούς και διάφορους και από την αριστερά, κόμματα εξουσίας ! – που εναλλάσσονται στην εξουσία από τότε και μια αριστερά με τις διάφορες εκφράσεις της όχι μόνο να μην κάνει τίποτα για να ανατρέψει αυτό το πολιτικό σκηνικό, αλλά αντικειμενικά συμβάλλει στην διαιώνισή του.
Το ΚΚΕ έχει μια σταθερή πολιτική εδώ και πολλά χρόνια, που καταγγέλλει τους πάντες και τα πάντα, καταδικάζοντας κάθε πολιτική μεταρρύθμιση, κάθε πολιτική συνεργασία σε όλα τα επίπεδα. Από το συνδικαλιστικό κίνημα όπου ουσιαστικά έχει διασπάσει τα συνδικάτα με την στρατηγική επιλογή του ΠΑΜΕ, αλλά και σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και της πολιτικής τραβάει ένα μοναχικό δρόμο διεκδικώντας την απόλυτη αλήθεια, ο οποίος το πολύ – πολύ να του δίνει μια – δυο μονάδες πάνω κάτω στις εκλογικές του επιδόσεις κάθε φορά. Τοποθετεί όλες τις άλλες πολιτικές απέναντί του και καθαρίζει. Αντίσταση και ανυπακοή μας λέει για σήμερα, μεταθέτοντας την λύση των προβλημάτων σε ένα απώτερο και αδιόρατο μέλλον. Είναι μια ξεκάθαρη πολιτική και ταυτόχρονα αδιέξοδη αφού δεν έχει καμιά πειστική πρόταση για τα σημερινά προβλήματα της χώρας και του λαού μας.
Η συγκρότηση της δημοκρατικής αριστεράς μέσα από τη δημιουργία του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ στα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα και μετά έδωσε κάποιες ελπίδες και προσδοκίες σε πολλούς πολίτες, ότι πλέον η δημοκρατική αριστερά θα έβρισκε έναν ρεαλιστικό βηματισμό συγχρονισμού της με την κοινωνία και τις ανάγκες της. Ιδιαίτερα μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, θα ξέφευγε επιτέλους από τη γενικόλογη διαμαρτυρία και καταγγελία και θα έμπαινε ουσιαστικά στην τροχιά της δημοκρατικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε με σκαμπανευάσματα και υπαναχωρήσεις με κύριο χαρακτηριστικό σε κάθε εκλογική αναμέτρηση τις εκκλήσεις για την πολιτική της επιβίωση. Φαινόταν ότι ποτέ δεν πίστεψε στις δυνάμεις της, στην δυνατότητα παρέμβασής της στα πολιτικά πράγματα και διαμόρφωσης προϋποθέσεων ανατροπής των πολιτικών συσχετισμών. Η πολιτική της περιοριζόταν βασικά σε καταγγελίες και διαμαρτυρίες. Σχεδόν πάντα το πολιτικό μήνυμα που εξέπνεε ήταν να δυναμώσουν το ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟ για να έχουν δύναμη αντίστασης αυτοί που δεν έχουν δύναμη. Μέχρι εκεί. Τα θέματα όπως, ποιος θα είναι στην διακυβέρνηση της χώρας την επόμενη μέρα, δεν την απασχόλησε ούτε την απασχολούσε ποτέ.
Όμως οι πολίτες σκέφτονται λίγο διαφορετικά. Τους απασχολεί κυρίως ποιος θα κυβερνά και με τι πολιτικές αυτή τη χώρα και κατά δεύτερον αν θα είναι κάποιος λιγότερο ή περισσότερο κοντά του στους αγώνες. Γιατί άλλωστε γι’ αυτό ψηφίζουν. Για να βγάλουν κυβέρνηση που θα ασκήσει συγκεκριμένες πολιτικές και όχι ποιος θα είναι στην ηγεσία του συνδικάτου. Και με αυτό σαν βασικό κριτήριο ψηφίζουν. Γιατί να δώσουν ψήφο σε ένα κόμμα που δεν θέλει να Κυβερνήσει ; Που φοβάται ή δεν θέλει να Κυβερνήσει ; Έτσι απλά σκέφτεται ένας πολίτης. Ακόμη και να θέλει να ψηφίσει την αριστερά, γιατί δεν θέλει να δώσει τις αλαζονικές αυτοδυναμίες σε κανένα κόμμα και θέλει Κυβερνήσεις συνεργασίας, η ίδια η αριστερά φροντίζει σε όλους τους τόνους να τους λέει. Μην με ψηφίζετε, δεν με ενδιαφέρει να κυβερνήσω, δεν με ενδιαφέρει να συνεργασθώ. Δεν το λέει ακριβώς έτσι, αλλά περίπου έτσι. Δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις προγραμματικής συνεργασίας λέει. Μάλιστα, και αυτές οι προϋποθέσεις πότε και πως θα δημιουργηθούν ; Με το να οδηγεί τους πολίτες που θέλουν να την ψηφίσουν στον δικομματισμό ; Γιατί τι άλλο να κάνει ένας πολίτης που έχει απογοητευθεί από το ΠΑΣΟΚ, θέλει να ψηφίσει τη δημοκρατική αριστερά αλλά αυτή του λέει : Ξέρεις, ψήφισέ με αλλά να ξέρεις, δεν πρόκειται να συμβάλλω σε κυβερνητικές λύσεις συνεργασίας. Τι θα κάνει ο πολίτης αυτός ; Έστω και με βαριά καρδιά θα ψηφίσει ΠΑΣΟΚ. Έτσι δουλεύει το δικομματικό σύστημα και η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ ξέρει πολύ καλά αυτό τα παιχνίδι της αυτοδυναμίας χρόνια τώρα. Και το παίζει καλά, βοηθούντος της αριστεράς. Λέει λοιπόν, αφού αυτοί δεν θέλουν συνεργασία, ψήφισε ΠΑΣΟΚ να έχουμε αυτοδυναμία. Και πείθει, παρότι οι πολίτες δεν θα ήθελαν να του δώσουν αυτοδυναμία.
Η αριστερά λοιπόν έχει σοβαρές ευθύνες για την διαιώνιση του δικομματισμού και του αποκλεισμού κυβερνητικών λύσεων συνεργασίας. Δεν είναι τυχαίο ότι η αριστερά σε όλες τις εκδοχές, έχει ‘’ξεχάσει’’ την απλή αναλογική. Γιατί η απλή αναλογική απαιτεί συνεργασίες. Και η αριστερά δυστυχώς δεν έχει να πει τίποτα στο θέμα αυτό.
Ο αντίλογος λέει. Μα αν πούμε ότι θα συνεργασθούμε με το ΠΑΣΟΚ, τότε γιατί να σε ψηφίσει κάποιος και να μην πάει κατ’ ευθείαν στο ΠΑΣΟΚ; Γι’ αυτό ακριβώς που είπαμε προηγουμένως. Για να μην έχουμε κυβερνήσεις αυτοδυναμίας. Για να έχουμε κυβερνήσεις προγραμματικής συνεργασίας. Για να σπάσει το κομματικό κράτος και οι πελατειακές σχέσεις. Για να σπάσει η αναξιοκρατία και η αλαζονεία. Για να μην διαλύεται το κράτος με τον ερχομό και την αποχώρηση των κομματικών στρατών σε κάθε κυβερνητική εναλλαγή. Και για χίλιους άλλους λόγους. Και για λίγα απ’όλα αυτά θα άξιζε να δοκιμάσουμε το σύστημα των κυβερνήσεων συνεργασίας. Και σε τελευταία ανάλυση όταν η αριστερά υπερασπίζεται το σύστημα της απλής αναλογικής δεν πρέπει να υπερασπίζεται και τις κυβερνήσεις συνεργασίας ;
Μια επιθετική πολιτική υπεράσπισης των Κυβερνήσεων συνεργασίας δεν είναι φιλοπασοκισμός ή κρυπτοπασοκισμός όπως υποστηρίζουν αυτάρεσκα οι πολέμιοί της και ξεμπερδεύουν. Αυτή η καραμέλα πρέπει να σταματήσει επιτέλους. Αντίθετα μια σταθερή πολιτική υπεράσπισης των προγραμματικών συνεργασιών, είναι μια υπεύθυνη πολιτική που δίνει πειστικές απαντήσεις στα ερωτήματα των πολιτών για την διακυβέρνηση της χώρας. Και αυτή τη πολιτική δεν την διατυπώνεις μόνο προεκλογικά ή μόνο μετεκλογικά. Πρέπει να είναι μια σταθερή πολιτική της αριστεράς πάντα και όχι ευκαιριακά. Μόνο έτσι δημιουργείς τις προϋποθέσεις αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών. Μόνο έτσι δίνεις ρεαλιστικές απαντήσεις στο πρόβλημα της διακυβέρνησης της χώρας. Μόνο έτσι πολεμάς την αλαζονεία της αυτοδυναμίας και δίνεις ελπίδες στους πολίτες που είναι δυσαρεστημένοι με το δικομματισμό και αναζητούν εναλλακτικές λύσεις. Εάν η δημοκρατική αριστερά δεν συνειδητοποιήσει αυτή την ανάγκη μετά από τόσες εκλογικές αναμετρήσεις που βλέπει τις δυνάμεις της να κινούνται διαχρονικά στο όριο της πολιτικής επιβίωσης, τότε να είναι σίγουρη ότι ο δικομματισμός θα συνεχίσει να κυριαρχεί και η αριστερά να είναι στη γωνία.
Κώστας Χαϊνάς
Χαλκίδα 5-10-2009