Μετά τη δολοφονία στο Κερατσίνι από την εγκληματική
οργάνωση “Χρυσή Αυγή”, αναπτύχθηκε ένας έντονος προβληματισμός, ανάμεσα σε
όλους τους δημοκρατικούς πολίτες αυτής της χώρας. Κάποιοι μίλησαν για
αντιφασιστικό μέτωπο, αλλά έθεσαν ως βασικό όρο την αντιμνημονιακή διάσταση.
Δηλαδή σύμφωνα με την άποψη αυτή, στο αντιφασιστικό μέτωπο έχουν θέσει μόνο όσοι
είναι κατά του μνημονίου. Δηλαδή όσοι δημοκράτες πολίτες για παράδειγμα, δεν
θεωρούν ότι η στάση απέναντι στο μνημόνιο, είναι βασικό κριτήριο ενός
αντιφασιστικού μετώπου, αποκλείονται εξ ορισμού. Όμως εάν το αντιφασιστικό
μέτωπο, περιλαμβάνει τους αντιμνημονιακούς μόνο, τότε η πιο γνήσια και φανατική
δύναμη κατά του μνημονίου, όπως η “Χρυσή
Αυγή”, που εντάσσεται σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της θεωρίας ; Προφανώς
την εξαιρούν, αλλά ήδη έχουν πέσει στην πρώτη αντίφαση. Είμαι σίγουρος ότι τα πράγματα με τη Χρυσή Αυγή ίσως ήταν διαφορετικά
σήμερα, εάν την βραδιά της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα ή την επόμενη μέρα, ο
κος Σαμαράς, ο κος Τσίπρας, ο κος Βενιζέλος, ο κος Καμένος, ο κος Κουβέλης και
ο κος Κουτσούμπας έναναν μια από κοινού δήλωση κατά της εγκληματικής ενέργειας
σε μια κοινή τηλεοπτική εμφάνιση. Για σκεφτείτε πόσο θετικά θα λειτουργούσε
αυτή η εικόνα στον ελληνικό λαό, για την υπεράσπιση της δημοκρατίας και την
πολιτική απομόνωση του ναζισμού. Οι πολιτικές διαφορές όσο έντονες και ριζικές
και αν είναι μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, αποτελούν ασφαλώς πολύ σοβαρό
ζήτημα για την πολιτική αντιπαράθεση, αλλά η αντιμετώπιση του φασισμού
προηγείται. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσα από ένα ενιαίο δημοκρατικό
μέτωπο. Θέλω να σημειώσω ότι παραδοσιακά η αριστερά σε όλες τις περιόδους που
πρωταγωνίστησε στα αντιφασιστικά μέτωπα, όπως στην περίοδο του μεσοπολέμου αλλά
και στην περίοδο της χούντας στην Ελλάδα, πάντα θεωρούσε εκ των ων, ουκ άνευ,
την συμμετοχή των δημοκρατικών αστικών δυνάμεων στα αντιφασιστικά μέτωπα.
Σήμερα ; Μάλλον η ιστορική εμπειρία για κάποιους δεν έχει πλέον καμιά σημασία.
Δυστυχώς για την αριστερά αλλά και για τη δημοκρατία.
Υπάρχει και
η άλλη προσέγγιση, η οποία λέει ότι
στο αντιφασιστικό μέτωπο, έχουν θέση όλες οι δημοκρατικές δυνάμεις και οι
δημοκρατικοί πολίτες από την δημοκρατική δεξιά έως την δημοκρατική αριστερά,
δηλαδή εάν θέλαμε να μιλήσουμε με όρους πολιτικής διάταξης για τις σημερινές
δυνάμεις που εκφράζονται κοινοβουλευτικά, από τους Ανεξάρτητους Έλληνες, την
Νέα Δημοκρατία, το ΠΑΣΟΚ, τον ΣΥΡΙΖΑ, τη Δημοκρατική Αριστερά και το ΚΚΕ. Όπως,
και τα εκατομμύρια των δημοκρατικών πολιτών που δεν αισθάνονται ότι εκφράζονται
από το σημερινό πολιτικό σύστημα. Δηλαδή το βασικό κριτήριο για την εν δυνάμει
ένταξη μιας δύναμης στο αντιφασιστικό μέτωπο, στις σύγχρονες συνθήκες, είναι η
στάση της κάθε δύναμης απέναντι στο ναζιστικό μόρφωμα και όχι εάν είναι
αντιμνημονιακός ή φιλομνημονιακός ή έξω από τη λογική αντι- ή φιλο- του
μνημονίου, με την έννοια, ότι το θεωρεί απλά ένα δεδομένο στην πολιτική
πραγματικότητα της χώρας σήμερα, το οποίο ενδεχομένως αύριο να υπάρχει ή να μην
υπάρχει.
Ένα δεύτερο
θέμα είναι η μισαλλοδοξία. Δεν είναι
δυνατόν η πολιτική αντιπαράθεση σήμερα να γίνεται με όρους μίσους για τις
πολιτικές θέσεις που έχει ο πολιτικός αντίπαλος, όσο και αν διαφωνούμε μαζί τους.
Η μισαλλοδοξία η οποία είναι αδελφή του άκρατου λαϊκισμού και είναι η επόμενη
φάση της πολιτικής αντιπαράθεσης που γίνεται χωρίς αρχές, χωρίς επιχειρήματα,
χωρίς σεβασμό της διαφορετικής άποψης. Και τότε έρχεται το μίσος. Και το μίσος
τυφλώνει. Προσωπικά από τη μεταπολίτευση, δεν έχω ζήσει άλλη περίοδο από την
σημερινή, που να δημιούργησε σοβαρότερα προβλήματα ανάμεσα στους ανθρώπους με
διαφορετικές πολιτικές θέσεις, ακόμη και σε πολύ στενές φιλικές σχέσεις. Και
αυτός ο κατακερματισμός και η διάρρηξη των κοινωνικών σχέσεων, είναι ο
προθάλαμος της μισαλλοδοξίας. Τα συνθήματα για γουδί και για κρεμάλες, που
ακούστηκαν στο πάνω μέρος της πλατείας από τους «αγανακτισμένους» της πλατείας
Συντάγματος, ήταν η πρώτη ύλη για την τροφοδοτούμενη μισαλλοδοξία μέσα στην
κοινωνία.
Το κυρίαρχο
παλιό δικομματικό σύστημα, ένοχο για την προηγούμενη διακυβέρνηση της χώρας και
τα αδιέξοδα που είχε δημιουργήσει, ήταν ηθικά πολύ αδύνατο, για να
αντιμετωπίσει αυτά τα φαινόμενα της μισαλλοδοξίας. Από την άλλη πλευρά ένα τμήμα της αριστεράς, αλλά
και ένα τμήμα της δεξιάς, είδε ως χρυσή ευκαιρία, την αντισυστημική
διαφοροποίηση μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας και προσπάθησε να την
εκμεταλλευτεί πολιτικά. Ιδιαίτερα στην αρχή υιοθέτησαν ένα τμήμα της
φρασεολογίας των “αγανακτισμένων” της πάνω πλατείας. Κάποια στιγμή διάβαζες
δελτία τύπου της “Χρυσής Αυγής” και άλλων κομμάτων, όπως οι “ΑΝΕΞ.ΕΛ.”, αλλά
και ο ΣΥΡΙΖΑ, και ορισμένες φορές μπερδευόσουν ποιος είναι ο πραγματικός
συντάκτης τους. Αυτός ο άκρατος λαϊκισμός τροφοδότησε τη “Χρυσή Αυγή”, αφού
πλέον πολλά από τα συνθήματα της, έπαιρναν νομιμοποίηση από τη παρόμοια φρασεολογία
δεξιών και αριστερών δημοκρατικών κομμάτων. Απλά ίσως ήταν πιο αντισυστημικά
και ριζοσπαστικά. Σκεφτείτε λίγο. Οι λέξεις προδότες, κλέφτες, χούντα,
προτεκτοράτο, γερμανοί κατακτητές, οι εβραίοι και ξένα κέντρα συνωμοτούν κατά
των ελλήνων και άλλα ηχηρά είναι σημερινοί πολιτικοί χαρακτηρισμοί και
εκτιμήσεις που ακούγονται δεξιά και αριστερά και ασφαλώς συμπεριλαμβάνονται σε
όλα τα δελτία της “Χρυσής Αυγής”. Στο
υποσυνείδητο μεγάλων τμημάτων των ελλήνων, σιγά – σιγά αλλά σταθερά οικοδομείτο
η αντίληψη ότι όλο το σύστημα ήταν διεφθαρμένο, άρα και όλα τα πολιτικά κόμματα
και όλοι οι πολιτικοί. Άρα η μόνη λύση είναι να βρεθεί μια δύναμη να
“καθαρίσει” το πολιτικό σκηνικό και αυτή η δύναμη δεν ήταν άλλη από τη “Χρυσή
Αυγή”, αφού ήταν η μόνη δύναμη που μίλαγε για “καθαρές λύσεις”. Δεν είναι
τυχαίο ότι τα δημοσκοπικά ποσοστά της “Χρυσής Αυγής” καλά κρατούν –παρά την
προσωρινή κάμψη ανέβηκαν ξανά μετά τις δολοφονίες δύο μελών της στο Νέο
Ηράκλειο- και τροφοδοτούνται με διαρροές
από όλες τις πολιτικές δυνάμεις !
Για τη βία ακούστηκαν διαφορετικές προσεγγίσεις και
εκτιμήσεις. Ασφαλώς υπάρχει διαβάθμιση των μορφών της βίας. Αυτό όμως αφορά την
ποινική αντιμετώπιση. Ως πολιτικό
γεγονός η βία είναι μία και καταδικαστέα από οπουδήποτε και αν προέρχεται και
για οποιαδήποτε αιτία και αν ασκείται. Οι δολοφονίες των δύο μελών της “Χρυσής
Αυγής” στο Νέο Ηράκλειο χαροποίησαν κάποιους ελάχιστους. Ευτυχώς, όλα τα
πολιτικά κόμματα καταδίκασαν απερίφραστα τη διπλή δολοφονία, χωρίς
υποσημειώσεις και αυτό αποτελεί μια πραγματική πρόοδος για όλο το πολιτικό μας
σύστημα. Ασφαλώς οι δολοφονίες αυτών των δύο νέων ανθρώπων δεν “δικαιώνουν” τη “Χρυσή
Αυγή”, όπως προσπάθησε να τις εμφανίσει η ηγετική της ομάδα. Ασφαλώς η ανθρώπινη ζωή
αξίζει το ίδιο, ανεξάρτητα από φυλή, χρώμα, εθνότητα, πεποιθήσεις.
Όμως, αξίζει να σχολιάσουμε κάποιες πολιτικές απόψεις
που δικαιολογούν τη βία, ισχυριζόμενοι ότι βία είναι οι απολύσεις, βία είναι οι
διαθεσιμότητες, βία είναι οι φόροι κ.ο.κ. Βλέποντας τις εικόνες των απολυμένων
ο καθένας μας μπορεί να κατανοήσει την απόγνωσή τους και την οργή τους, ιδιαίτερα όταν αποτελούν
θύματα λανθασμένων πολιτικών επιλογών. Όχι όμως το μίσος. Το μίσος είναι το
προοίμιο του “εμφύλιου πολέμου”. Κάθε πολιτική απόφαση, όσο σκληρή και επώδυνη
και αν είναι για κάποιους από μας, εφόσον έχει πολιτική νομιμοποίηση, (δηλαδή
έχει αποφασισθεί από τα εκλεγμένα και αρμόδια όργανα της πολιτείας), μόνο ένας
τρόπος υπάρχει, για να την αλλάξουμε. Να την αλλάξουμε με
νόμιμο και δημοκρατικό τρόπο. Αλλάζοντας τις πλειοψηφίες. Εμείς οι πολίτες
διαμορφώνουμε τη δημοκρατία που έχουμε. Μέσα
από τη ψήφο μας και την ενεργή συμμετοχή μας στις πολιτικές και κοινωνικές
διαδικασίες ως ενεργοί πολίτες. Ασφαλώς επιδέχεται βελτίωση η δημοκρατία
μας. Έχει πολλά κενά, και σοβαρά ελλείμματα. Μπορούμε να την κάνουμε καλύτερη. Όμως είναι δημοκρατία έστω και αδύναμη που
πρέπει να την κάνουμε πιο ισχυρή και με περισσότερες και πιο άμεσες μορφές
συμμετοχής του πολίτη στις αποφάσεις. Και μέχρι σήμερα δεν έχουμε βρει
κάποιο καλύτερο σύστημα. Και στη δημοκρατία ακόμη και τα κόμματα όταν δεν μας
αρέσουν και δεν μας εκφράζουν, είτε τα καταργούμε είτε τα αλλάζουμε, εμείς οι
πολίτες.
Νομίζω ότι τα θέματα του φασισμού, του
ρατσισμού, της ξενοφοβίας, της βίας και της μισαλλοδοξίας, τώρα ανοίχθηκαν
μπροστά μας και πρέπει να τα αντιμετωπίσουμε κατάματα, χωρίς χρονοτριβή και
αυταπάτες. Με περισσότερη δημοκρατία και πολιτική συμμετοχή.
14-11-2013
Κώστας Χαϊνάς