Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010

Κάποιες ‘ανορθόδοξες’ σκέψεις για την ανάπτυξη

Όλοι μιλάνε για ανάπτυξη. Σύμφωνα με τις καθιερωμένες οικονομικές σχολές, ένας βασικός δείκτης της ανθρώπινης ανάπτυξης μιας χώρας, σύμφωνα και με τον τρόπο που την αποτιμά και ο ΟΗΕ, είναι το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ). Δηλαδή η αξία όλων τα παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών κατά την διάρκεια μιας χρονικής περιόδου (π.χ. ενός έτους). Διαφορετικά, το ΑΕΠ είναι το σύνολο των εισοδημάτων που αποκτούν οι πολίτες μιας χώρας, ανεξαρτήτως σε ποια χώρα δουλεύουν ή επενδύουν κατά την διάρκεια μιας περιόδου (π.χ. ενός έτους). Ένας άλλος τρόπος να μετράμε το ΑΕΠ είναι με το σύνολο των δαπανών (ιδιωτικών και κρατικών). Δηλαδή είναι το σύνολο των ποσών που διαθέσαμε ως πολίτες για κατανάλωση και επενδύσεις και το Κράτος για να παρέχει τις υπηρεσίες του προς τους πολίτες. Τα έσοδα του Κράτους είναι από τους έμμεσους φόρους (ΦΠΑ κ.λ.π.) και από την άμεση φορολογία στα εισοδήματα των πολιτών και των νομικών προσώπων. Τα έξοδα του Κράτους είναι οι δαπάνες για την παροχή υπηρεσιών προς τους πολίτες και οι επιδοτήσεις που δίνει σε διάφορες κατηγορίες πληθυσμού ή νομικά πρόσωπα (ενισχύσεις Ταμείων, επιδόματα ανεργίας, επιδοτήσεις επενδύσεων κ.λ.π.). (Στην συνέχεια θα αναφέρουμε κάποια νούμερα προσεγγιστικά και όχι με ακρίβεια για την διευκόλυνση της ανάγνωσης).
Σήμερα το κράτος μας έχει το εξής διαχρονικό πρόβλημα. Εδώ και αρκετά χρόνια δαπανά περισσότερα απ’ αυτά που εισπράττει. Η διαφορά αυτή είναι το δημόσιο έλλειμμα το οποίο το καλύπτουμε με δανεικά. Έτσι κάθε χρόνο για να καλύψει αυτήν την διαφορά το Κράτος δανείζεται με την έκδοση κυρίως κρατικών ομολόγων. Τα υπόλοιπα των δανείων αυτών σήμερα αποτελούν το δημόσιο χρέος της χώρας το οποίο είναι περίπου 400 δισ. ευρώ, δηλαδή περισσότερο από το 120% του ΑΕΠ του 2009. Τα ομόλογα αυτά τα αγοράζουν κάποιοι που δίνουν στο ελληνικό κράτος ζεστό χρήμα με κερδοσκοπικά όμως επιτόκια, κερδίζοντας τεράστια ποσά. Το πρόβλημα θα επιδεινωθεί τα επόμενα χρόνια γιατί το κράτος καλείται να πληρώνει κάθε χρόνο πέρα από τους τόκους αυτών των δανείων και τα χρεολύσια παλιών ομολόγων που έχει προεξοφλήσει αξίας περίπου 30 δις. ευρώ κάθε χρόνο. Δηλαδή πέρα από τα 50 δισ. ευρώ περίπου που θα χρειαστεί να δανείζεται για να καλύψει το ετήσιο έλλειμμα θα πρέπει να δανειστεί επιπλέον 30 δισ. ευρώ για να εξοφλήσει τα χρεολύσια των δανείων. Δηλαδή εάν συνεχισθεί η ίδια κατάσταση θα χρειαστούμε κάθε χρόνο να δανειζόμαστε πάνω από 80 δισ. ευρώ για να καλύπτουμε μόνο το έλλειμμα και τα χρεολύσια. Φαύλος κύκλος !
Τι κάνουμε λοιπόν ως κοινωνία. Οι λύσεις πράγματι δεν είναι πολλές και είναι απλές. Πρέπει να περικόψουμε τις δαπάνες και να αυξήσουμε τα έσοδα του κράτους. Στο σπίτι μας εάν τα έσοδα που έχουμε κάθε μήνα δεν φτάνουν για να καλύψουμε τα έξοδα τι κάνουμε ; Είτε πιάνουμε δεύτερη δουλειά για να αυξήσουμε το εισόδημα μας, είτε μειώνουμε τις δαπάνες μας, είτε και τα δύο. Απλά πράγματα.
Κάποιος θα πει. Και γιατί αυτά τα απλά πράγματα δεν μπορούμε να τα υλοποιήσουμε και στο κράτος ; Γιατί δεν μπορούμε να μειώσουμε τις κρατικές δαπάνες ; Γιατί δεν μπορούμε να αυξήσουμε τα κρατικά έσοδα ; Αυτά είναι τα πραγματικά ερωτήματα και σ’αυτά χρειάζονται να δοθούν απαντήσεις. Και οι απαντήσεις είναι απλές. Απλά δεν θέλουμε ως πολιτικό σύστημα και ως κοινωνία να δεχθούμε αυτά τα απλά πράγματα. Και ρίχνουμε τις ευθύνες σε κάποια σκοτεινά κέντρα που επιβουλεύονται την Ελλάδα, στους ‘αλμούνιδες’ και ‘Τρισέδες’, όπως αυτάρεσκα καταγγέλλουμε συχνά – πυκνά.
Το πρόβλημα λοιπόν είναι ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι ως κοινωνία να δούμε κατάματα την πραγματικότητα και να δεχθούμε αποτελεσματικά μέτρα. Μπορεί σε μια φιλολογική συζήτηση, σε μια παρέα φίλων να παραδεχόμαστε την κρισιμότητα της κατάστασης, αλλά όταν τα μέτρα αρχίζουν να μας αγγίζουν προσωπικά, τότε δεν είμαστε διατεθειμένοι να απωλέσουμε τα κεκτημένα. Και ας είναι πολλές φορές τα κεκτημένα αυτά παράνομα και παράτυπα, προϊόντα πολλές φορές συναλλαγής του αμαρτωλού πελατειακού μας κράτους με τις διάφορες συντεχνίες. Το είδαμε με τους λιμενεργάτες πριν λίγους μήνες, το βλέπουμε αυτές τις μέρες με τα ‘μπλόκα’ των αγροτών που ζητάνε ένα επίδομα για να ξεκινήσουν να δουλεύουν (!), θα το δούμε στην συνέχεια με τους δημόσιους υπαλλήλους γιατί τους κόβουν κάποια επιδόματα και θα έχουμε συνέχεια. Και ασφαλώς τα προνόμια δεν αφορούν μόνο την πλευρά της μισθωτής εργασίας. Προνόμια και χαρισματικές συμβάσεις και απαλλαγές έχει και η πλευρά του κεφαλαίου. Και επίσης τα μεσαία λεγόμενα στρώματα τα οποία σήμερα συμβάλλουν στα κρατικά έσοδα σκανδαλωδώς ελάχιστα. Όλοι πρέπει να συμβάλλουμε ανάλογα με τις δυνατότητές του καθένα. Και κάποια κοινωνικά στρώματα που ζουν στο όριο της φτώχιας ή κάτω απ’αυτό θα χρειαστεί να ενισχυθούν αποφασιστικά και αποτελεσματικά. Οι πραγματικά φτωχοί όμως και όχι αυτοί που διαθέτουν συντεχνιακή δύναμη και μπορούν να πιέσουν ή να εκβιάσουν.

Και τώρα τι γίνεται θα αναφωνήσει κάποιος !
Τα σενάρια κατά την γνώμη μου είναι δύο. Είτε, θα συνεχισθεί η ίδια κατάσταση, οπότε δεν θα μπορούμε να πληρώσουμε τα τοκοχρεολύσια, άρα δεν θα μας δανείζουν, δηλαδή το κράτος δεν θα έχει λεφτά να πληρώσει μισθούς, συντάξεις κ.λ.π. δηλαδή θα κηρύξουμε πτώχευση. Οπότε οι λύσεις είναι η εξής μία. Θα έρθει ή θα καλέσουμε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το οποίο θα μας δανείσει, αλλά ταυτόχρονα θα καθορίσει τους όρους και τους κανόνες λειτουργίας του κράτους και της κοινωνίας μας. Θέλουμε μια τέτοια εξέλιξη ; Κάποιος θα πει : Δεν θα μας αφήσουν οι ευρωπαίοι της ευρωζώνης να πτωχεύσουμε, γιατί τότε θα έχουν κα αυτοί δυσμενείς επιπτώσεις στις δικές τους οικονομίες και στο ευρώ. Ναι έχει βάση αυτό, αλλά και τότε τους όρους και τους κανόνες λειτουργίας του κράτους και της κοινωνίας μας θα τους καθορίσουν αυτοί και όχι εμείς. Θέλουμε μια τέτοια εξέλιξη ; Αν θέλουμε λοιπόν κάποιοι άλλοι να μας καθορίσουν πως πρέπει να ζούμε ως κοινωνία είμαστε άξιοι της ‘μοίρας’ μας, δηλαδή της ανευθυνότητάς μας ως πολιτικό σύστημα, ως κράτος αλλά και ως κοινωνία, ως πολίτες.
Είτε, η άλλη επιλογή – κατά την ταπεινή μου γνώμη – να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας την κρισιμότητα της κατάστασης και να δεχθούμε ότι πρέπει να συζητήσουμε τα πάντα από μηδενική βάση.
Και εξηγούμαι με κάποιες απλές σκέψεις στα πλαίσια ενός άρθρου με βασικό κριτήριο την δικαιοσύνη. Δεν θα αναφερθώ σε αυτονόητα θέματα όπως η φοροδιαφυγή, η φοροκλοπή, η φοροαπαλλαγή και η εισφοροκλοπή και εισφοροδιαφυγή, οι κρατικές και υπουργικές σπατάλες, η μαύρη οικονομία, θέματα για τα οποία νομίζω δεν διαφωνεί κανείς, ότι αποτελούν θέματα κλειδιά για την οικονομία μας, άλλο θέμα αν είναι δύσκολο να εφαρμοστούν στην πράξη. Αν και εδώ θεωρώ ότι τα θέματα αυτά άπτονται της εφαρμογής των νόμων, δηλαδή ουσιαστικά είναι θέμα πολιτικής βούλησης. Θα αναφερθώ σε κάποια ‘δευτερεύοντα’ θέματα τα οποία όμως θεωρώ σημαντικά στην σημερινή συγκυρία :

Ως κράτος :
Χρειαζόμαστε έναν τόσο μεγάλο δημόσιο τομέα ; Μάλλον όχι. Άρα να δεχθούμε να μειωθεί δραστικά ο αριθμός των δημόσιων υπαλλήλων, με ορίζοντα δεκαετίας. Και αυτό να γίνει όχι με απολύσεις αλλά με μηδενικές νέες προσλήψεις. Αυτό όμως προϋποθέτει ριζική αναδιοργάνωση των υπηρεσιών του κράτους, αποφασιστικό χτύπημα της γραφειοκρατίας, κλείσιμο των πολλών και ενδιάμεσων υπηρεσιών στην επίλυση ενός θέματος. Π.χ. δεν μπορεί μια υπηρεσία έκδοσης ενός πιστοποιητικού σε ένα δήμο να χρειάζεται ένα υπάλληλο για να δεχθεί την αίτηση του πολίτη, έναν για να την πρωτοκολλήσει, έναν για να το εκδώσει και έναν για να το σφραγίσει και έναν για να το υπογράψει (!). Πρέπει λοιπόν να δεχθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι ριζικές μετατάξεις σε υπηρεσίες που έχουμε ανάγκη (π.χ. υγεία, παιδεία) και σε κάθε θέση που δημιουργείται λόγω συνταξιοδότησης, η θέση να καλύπτεται από πλεονάζων προσωπικό άλλων υπηρεσιών.
Μπορεί να συνεχισθεί η σημερινή ισοπεδωτική κατάσταση στις δημόσιες υπηρεσίες αλλά και τους υπαλλήλους χωρίς καμιά αξιολόγηση ; Στα υπουργεία, τους δημόσιους οργανισμούς, στην αυτοδιοίκηση, στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Μάλλον όχι. Να θεσπίσουμε λοιπόν ένα σύστημα αξιολόγησης των υπηρεσιών και των υπαλλήλων από τους πολίτες και να συνδέσουμε την εξέλιξη και γιατί όχι και τις αποδοχές των κρατικών λειτουργών, με την προσφορά τους και την αποτελεσματικότητα και την ποιότητα των υπηρεσιών τους.
Μπορούν να συνεχισθούν αυτές οι προκλητικές αποδοχές κάποιων χρυσών παιδιών του ευρύτερου δημόσιου τομέα και του εξαρτημένου από το κράτος ιδιωτικού τομέα ; Και μιλάω για κάποιους, τηλεαστέρες, ποδοσφαιριστές, καλλιτέχνες των ‘πολιτιστικών κέντρων’ της νύχτας και άλλων χρυσοπληρωμένων αγοριών και κοριτσιών που το ύψος των αποδοχών τους δεν συνάδει με την συνεισφορά τους στο κοινωνικό και οικονομικό γίγνεσθαι της χώρας. Και δεν μπορούν να επικαλούνται κάποιοι ότι είναι του ιδιωτικού τομέα, γιατί θα τους ανταπαντούσα ως εξής. Να σταματήσουν οι κρατικές χρηματοδοτήσεις και απαλλαγές κάθε είδους προς αυτούς τους ιδιωτικούς φορείς που εργάζονται και μετά να μας πουν αν οι φορείς αυτοί αντέχουν να δίνουν τέτοιες αμοιβές.

Ως οικονομικό και κοινωνικό σύστημα :
Τα σύγχρονα οικονομικά και κοινωνικά συστήματα που δοκιμάσθηκαν μέχρι σήμερα βασίσθηκαν στην ανάπτυξη, δηλαδή στην επέκταση και στην συνεχώς μεγαλύτερη χρησιμοποίηση των φυσικών πόρων. Ο καπιταλισμός εδώ και τέσσερις περίπου αιώνες κατάφερε να φέρει στο σημείο μηδέν τη γη μας, αν δούμε σε όλες της τις διαστάσεις, τις επιπτώσεις από την κλιματική αλλαγή. Αλλά και ο υπαρκτός σοσιαλισμός που δοκιμάσθηκε για πάνω από εβδομήντα χρόνια βασίσθηκε στο ίδιο μοντέλο, δηλαδή στην επεκτατική ανάπτυξη και υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Βέβαια, δικαιολογούσε ότι αυτή η υπερεκμετάλλευση ήταν υπέρ του λαού, με την έννοια ότι τα παραγόμενα οφέλη αυτής της ανάπτυξης διοχετεύονταν στην κοινωνία και όχι σε κάποιους λίγους κεφαλαιοκράτες, όπως γίνεται στον καπιταλισμό. Αν και αυτό το γεγονός αμφισβητείται έντονα, δηλαδή αν και κατά πόσο ο ‘υπαρκτός σοσιαλισμός’ δούλεψε ποτέ για την κοινωνία (αν κρίνουμε από το βιοτικό επίπεδο των λαών του ‘υπαρκτού’), το θέμα είναι ότι και αυτό το σύστημα βασιζόταν στην έννοια της συνεχούς ανάπτυξης, δηλαδή της όλο και μεγαλύτερης χρησιμοποίησης των φυσικών πόρων. Και αυτό συνεχίζουν να λένε και οι σύγχρονοι υπερασπιστές κάθε είδους του ‘υπαρκτού’. Όμως τα πράγματα είναι πιο σύνθετα σήμερα. Η αντίθεση σήμερα στην κοινωνία δεν είναι μόνο ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία και στην αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και στις παραγωγικές δυνάμεις. Το θέμα λοιπόν ανάπτυξη, πρέπει να τεθεί εκ νέου σε μια διαδικασία αναθεώρησης της έννοιας και του περιεχομένου της. Θα χρειαστεί να επανακαθορίσουμε το νόημά της και τον τρόπο που θα μετράμε το επίπεδο της κάθε κοινωνίας. Στην διαδικασία αυτή δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το περιβάλλον, το επίπεδο των φυσικών πόρων, το επίπεδο της ποιότητας ζωής των ανθρώπων. Και όλα αυτά δεν μπορούμε να συνεχίζουμε να τα μετράμε με το ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ, αγνοώντας ποιοτικά στοιχεία της ζωής των ανθρώπων. Αυτό σημαίνει ασφαλώς ότι και η κοινωνία δηλαδή οι επί μέρους κοινωνικές ομάδες και τάξεις, πρέπει να επανεξετάσουν τα αιτήματα που διεκδικούν από το σύστημα. Δεν μπορεί να είναι μόνο οικονομικά, με την έννοια της συνεχούς αύξησης των αποδοχών μας τα οποία θα διοχετεύονται σε ένα κυνήγι μιας υπερκατανάλωσης χωρίς τέλος. Μόνο έτσι θα μπορέσουμε να μετακυλίσουμε πόρους σε δράσεις προστασίας της φύσης, του αστικού περιβάλλοντος που ζούμε, σε δράσεις πιο ανθρωποκεντρικές και όχι ατομοκεντρικές.

Ως κοινωνία και ως πολίτες
Μπορούμε να συνεχίσουμε ως κοινωνία αυτό το πολυδάπανο, σπάταλο μοντέλο ανάπτυξης και κατανάλωσης ; Μάλλον όχι. Το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης βασίζεται στην συνεχή επέκταση και αύξηση των μεγεθών. Και αυτό το παρακολουθούμε μέσα από τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ κάθε χώρας. Και με βάση αυτό το στοιχείο κυρίως φτιάχνονται οι παγκόσμιες λίστες κατάταξης των χωρών του κόσμου όσον αφορά το επίπεδο ανάπτυξης τους. Αυτό όμως προϋποθέτει συνεχή αύξηση της χρησιμοποίησης φυσικών πόρων. Οι φυσικοί πόροι όμως δεν είναι ανεξάντλητοι. Είναι τυχαίο ότι από τη μια έχουμε οικονομικούς δείκτες που δείχνουν οικονομική ευημερία και ευμάρεια και από την άλλη έχουμε ρυπασμένο νερό, μεταλλαγμένα τρόφιμα, χαμηλή ποιότητα ζωής στις πόλεις. Το μοντέλο που βασίζεται στην συνεχή επέκταση και διόγκωση έχει ημερομηνία λήξεως. Εάν αυτό δεν το συνειδητοποιήσουμε ως κοινωνία θα μας το θυμίσει η ίδια η φύση. Όπως έκανε επανειλημμένα στην ιστορική εξέλιξη με ανθρώπινους πολιτισμούς που εξαφανίσθηκαν γιατί εξάντλησαν τους φυσικούς πόρους. Κάποιος θα αναρωτηθεί πως μπορεί να γίνει αυτό, όταν όλο το σύστημα είναι δομημένο στη βάση της υπερπαραγωγής και της υπερκατανάλωσης. Στο σημείο αυτό βρίσκεται και η πρόκληση για την κοινωνία των πολιτών. Χτίζοντας καθημερινά μέσα από απλά πράγματα έναν νέο τρόπο ζωής που θα βασίζεται στην εξοικονόμηση, στην επαναχρησιμοποίηση, στην επιστροφή σε απλούς και φυσικούς τρόπους ζωής, ιδιοπαραγωγής και ιδιοκατανάλωσης. Όχι δεν αναφέρομαι σε ουτοπικές κοινότητες κοινοκτημοσύνης. Αναφέρομαι στην σημερινή κοινωνία της υπερπαραγωγής και της υπερκατανάλωσης των ανεπτυγμένων δυτικών κοινωνιών. Όταν βλέπουμε μια χώρα σαν τη Μεγάλη Βρετανία –μια χώρα πυρήνας του σύγχρονου καπιταλισμού- να παροτρύνει τα νοικοκυριά της να κάνουν ιδιοπαρατωγή αγροτικών προϊόντων για τις ανάγκες τους, αυτό κάτι σημαίνει. Σ’αυτήν την κοινωνία χρειάζεται να συζητήσουμε για τον άνθρωπο και την ανθρώπινη ευτυχία μέσα από τις εμπειρίες που αποκτήσαμε ως άνθρωποι της ανεπτυγμένης καπιταλιστικά κοινωνίας και να αναδείξουμε νέα πρότυπα και μοντέλα θα έλεγα μιας νέας κοινωνίας που θα βασίζεται γιατί όχι στην μη ανάπτυξη. (Κάποιοι έχουν καθιερώσει την έννοια της αποανάπτυξης). Οι έννοιες της βιωσιμότητας και της αειφορίας δεν συμβαδίζουν με την ανάπτυξη όπως την ζούμε και την προσδιορίζουμε σήμερα. Ούτε η λεγόμενη πράσινη ανάπτυξη μπορεί να είναι η απάντηση σήμερα, χωρίς να υποτιμώ επιμέρους οφέλη που μπορεί να έχει μεταβατικά η κοινωνία από το ‘πρασίνισμα’ της ανάπτυξης. Δεν μπορούμε όμως να έχουμε αειφορία και βιωσιμότητα με ανάπτυξη. Είναι αντιφατικοί όροι.
Χρειάζεται λοιπόν να αναζητήσουμε ένα νέο μοντέλο της μετα-καπιταλιστικής κοινωνίας που οδεύουμε, για να μπορέσει ο άνθρωπος να ζήσει σε αρμονία με τη φύση και τους περιορισμένους φυσικούς πόρους της.

31-1-2010
Κώστας Χαϊνάς