Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2009
Το αγωνιώδες δίλημμα του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ
Σε όλο το κείμενο του προγράμματος του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ, μέσα από τις διατυπώσεις των διαφόρων θέσεων, αλλά και στις βασικές τοποθετήσεις των βασικών εκπροσώπων των διαφόρων τάσεων του στο διαρκές Συνέδριό του, θα συναντήσεις να διαπερνάει ως κόκκινη γραμμή ένα αγωνιώδες δίλημμα :
Ποιός είναι ο πολιτικός και ο ιδεολογικός ρόλος μιας δημοκρατικής αριστεράς που έχει ως στρατηγικό στόχο τον σοσιαλισμό του 21ου αιώνα, με δημοκρατία και ελευθερία ;
Το βασικό αυτό δίλημμα παίρνει διάφορες μορφές και εφράσεις :
Μια δύναμη ενσωμάτωσης ή μια δύναμη υπέρβασης του υπάρχοντος καπιταλιστικού συστήματος ; Μια δύναμη ρήξης και ανατροπών ή μια δύναμη μεταρρύθμισης του συστήματος ; Μια δύναμη που μπορεί να αναλάβει και κυβερνητικές ευθύνες στα πλαίσια αυτού του συστήματος ή μια κινηματική δύναμη αντίστασης, διαμαρτυρίας και διεκδικήσεων ;
Αυτό το δίλημμα εμφανίζεται διαχρονικά σε όλη την πορεία της παγκόσμιας αριστεράς, όχι μόνο στα θεωρητικά της κείμενα, αλλά και και στην πολιτική ιστορία σε όλες τις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλιστικού κόσμου. Από τα χρόνια των διεθνών του αριστερού κινήματος, τον 19ο και 20ο αιώνα μέχρι τις μέρες μας αυτά τα ερωτήματα βασανίζουν τις δυνάμεις της αριστεράς διαχρονικά. Δογματικοί, αναθεωρητές, ρεφορμιστές, ρεβιοζιονιστές, αριστεριστές είναι κάποιες από τις πολλές εκφράσεις, που χρησιμοποιούνται διαχρονικά για να χαρακτηρίσει κάποια δύναμη ή ιδεολογικό ρεύμα της αριστεράς, μια άλλη δύναμη ή ένα άλλο ρεύμα, σε μια χώρα ή σε διαφορετικές χώρες, στον ίδιο ή σε διαφορετικό πολιτικό οργανισμό. Στην ιστορία της παγκόσμιας αριστεράς, ανάλογα πως κατανοεί και αντιλαμβάνεται τον ρόλο της κάποια δύναμη της αριστεράς, για να ξεπεράσει το υπάρχον σύστημα και να προτείνει μια εναλλακτική κοινωνία, αντίστοιχα τοποθετείται και στο αρχικό δίλημμα.
Κατ’αρχήν για να μπορέσουμε να κάνουμε μια δημιουργική συζήτηση στα πλαίσια της δημοκρατικής αριστεράς, πρέπει να δεχθούμε κάποια βασική σύμβαση. Ότι στα πλαίσια ενός δημοκρατικού διαλόγου πρέπει να δεχόμαστε για συζήτηση καλοπροαίρετα και δημιουργικά, κάθε άποψη που τεκμηριώνεται με επιχειρήματα και ιστορικά και κοινωνικά τεκμήρια, χωρίς εύκολους χαρακτηρισμούς και «ταμπελοποίηση» τους. Μια διαφορετική τακτική χαρακτηρίζει μόνο κάποιους μονολιθικούς, δογματικούς οργανισμούς, όπου βασιλεύει η «απόλυτη αλήθεια», το «ευαγγέλιο», η πίστη. Και με τέτοια μοντέλα δεν έχει σχέση μια δημοκρατική αριστερά.
Κάνοντας μιαν απόπειρα να απαντήσω σ’αυτό το διαχρονικό δίλημμα της αριστεράς, στα πλαίσια ενός σημειώματος, θα προσπαθήσω να διατυπώσω κάποιες σκέψεις.
Πάντα την αριστερά την κατέτρεχε μια διαχρονική αγωνία. Να διατυπώσει ένα τελικό σκοπό. Τον σοσιαλισμό, τον κομμουνισμό, την αταξική κοινωνία. Και προσπαθώντας να περιγράψει αυτά τα συστήματα, έκανε αστήρικτες προβλέψεις περί επικείμενης επανάστασης λόγω των κρίσεων του συστήματος και άλλες επεξεργασίες οι οποίες όμως ήταν περισσότερο προϊόντα μιας εγκεφαλικής αναζήτησης και λιγότερο της πραγματικής ζωής. Η πραγματική ζωή ειδικά για τους κοινωνικά αδύνατους που θέλει να υπερασπίζεται η αριστερά, προχωρούσε μέσα από αγώνες και σκαμπανευάσματα. Μέσα από πολέμους, πείνα, αρρώστιες, δυστυχίες, εκμετάλλευση, επιτελέσθηκε μια σημαντική ιστορικά κοινωνική πρόοδος. Και αυτή η πρόοδος ασφαλώς ήταν αποτέλεσμα πολιτικών και κοινωνικών συγκρούσεων και διεκδικήσεων για περισσότερη δημοκρατία, ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη. Μέσα από τη Γαλλική, την αμερικάνικη και την Οκτωβριανή επανάσταση, αλλά και μέσα από μια σειρά άλλες πολιτικές και κοινωνικές επαναστάσεις, διεκδικήσεις και διεργασίες, είχαμε μια συνεχή κοινωνική εξέλιξη και πρόοδο. Αυτή είναι μια αέναη διαδικασία στην ιστορία και στο μέλλον του ανθρώπινου είδους. Καθε διατύπωση λοιπόν περί τελικού σκοπού είναι ανιστόρητη και χωρίς νόημα.
Το πείραμα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που προσπάθησε να υπερβεί το σύστημα και να προτείνει ένα άλλο παγκόσμιο κοινωνικό πρότυπο, κατέρρευσε παταγωδώς στη δεκαετία του ενενήντα. Οι αιτίες αυτής της κατάρρευσης ήταν ενδογενείς του συστήματος, με βασικότερες αυτές που αφορούσαν τις οικονομικές δομές και σχέσεις αυτού του συστήματος. Αλλά και οι αντιδημοκρατικές και ανελεύθερες κρατικές και κοινωνικές δομές που οικοδομήθηκαν στα πλαίσια του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Οι θεωρίες περί ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης, περί προδοτών του σοσιαλισμού και πρακτόρων που έδρασαν ως υπονομευτές, χωρίς να θέλουμε να μηδενίσουμε τον ρόλο του ανταγωνισμού των κοινωνικών συστημάτων τον προηγούμενο αιώνα, είναι αστήρικτες και περισσότερο θέλουν να δικαιολογήσουν την ανεπάρκεια επιχειρημάτων και πειστικής αιτιολόγησης της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Κυρίως θέλουν να αποφύγουν να τοποθετηθούν σε κεφαλαιώδη ζητήματα, όπως είναι τα θέματα της δημοκρατίας σε κάθε επίπεδο, της ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, της λειτουργίας της αγοράς και σε μια σειρά άλλα θέματα που είναι «ανοικτά» για την αριστερά σήμερα. Το συμπέρασμα από το πείραμα αυτό είναι ότι το θέμα της δημοκρατίας σε κάθε επίπεδο και των ατομικών ελευθεριών είναι εκ των ων ουκ άνευ. Δηλαδή δεν μπορούμε σήμερα να λέμε δημοκρατία ή ελευθερία για ποιον ; Η απάντηση είναι για όλους. Κανένα σύστημα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς δημοκρατία και ελευθερία. Επίσης και το θέμα της αγοράς τίθεται και μάλιστα πρωτογενώς, σε μια νέα προσέγγιση και επανεξέταση για την αριστερά σε συνδυασμό με την μελέτη και προσέγγιση της καπιταλιστική κρίσης που όλοι ζούμε τους τελευταίους μήνες. Προσεγγίσεις που θέλουν να εμφανίσουν τις επιπτώσεις της κρίσης ως απόδειξη της ολικής επαναφοράς του «κράτους», είναι επιφανειακή και πρόχειρη. Από μόνη της μια κρατικοποίηση μιας επιχείρησης δεν λέει και πολλά πράγματα. Αρκεί να θυμηθούμε τον ΟΤΕ πως λειτούργησε τις προηγούμενες δεκαετίες ως αμιγώς κρατική εταιρία. Ένας οργανισμός κομματικής διαπλοκής και εξυπηρέτησης μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων. Χρειάζεται λοιπόν μια συνολική επανεξέταση των θεμάτων που συνδέονται με αυτό που ονομάζουμε αγορά, όπως η δημόσια επιχείρηση, η ιδιωτική και η συνεταιριστική επιχείρηση, το κέρδος, η ανταγωνιστικότητα, η επιχειρηματικότητα, η καινοτομία και μια σειρά άλλα θέματα που θεωρούνται ορισμένες φορές «απαγορευμένες» έννοιες για τη γλώσσα της αριστεράς. Και αν νόμοι της αγοράς, όπως αυτοί της προσφοράς και της ζήτησης που μαθαίνουν οι πρωτοετείς των οικονομικών σχολών, έχουν κάποιο νόημα και ρόλο σ’αυτό που ονομάζεται «οικονομία των αναγκών».
Μια άλλη προσέγγιση είναι αυτή που μπερδεύει ή ταυτίζει την παγκοσμιοποίηση ως αντικειμενική αλληλεξάρτηση των χωρών, των οικονομιών και των κοινωνιών σήμερα, με τις πολιτικές επιδιώξεις για κυριαρχία κάποιων δυνάμεων, στα πλαίσια αυτού που αποκαλούμε παγκόσμιο πλανητικό χωριό. Οι θιασώτες αυτής της προσέγισης δεν μπορούν να καταλάβουν ότι είμαστε «καταδικασμένοι» να συνδιαχειριστούμε μαζί με άλλους τα παγκόσμια προβλήματα. Το πρόβλημα των πρώτων υλών, τα ενεργειακά αποθέματα, το μεγάλο θέμα του περιβάλλοντος και των κλιματικών αλλαγών, το θέμα των υδάτινων πόρων και μια σειρά άλλα μεγάλα και «μικρά» προβλήματα απαιτούν παγκόσμια αντιμετώπιση. Και αντιμνετώπιση αυτών των προβλημάτων σημαίνει ενεργή παρουσία και συνάντηση με άλλες δυνάμεις για κοινές πολιτικές. Μια πολιτική υποβάθμισης της σημασίας για την χώρα μας, της συμμετοχής σε διεθνείς (ΕΕ) και σε παγκόσμιους οργανισμούς (ΟΗΕ κ.λ.π.) και περιχαράκωσης στα «εθνικά τείχη», μας απομονώνει από τις παγκόσμιες εξελίξεις και μας καθιστά απόντες από την διαμόρφωση της παγκόσμιας πολιτικής και των παγκόσμιων εξελίξεων. Έτσι αφήνουμε το πεδίο ελεύθερο στις δυνάμεις εκείνες που θέλουν μια διαφορετική εξέλιξη στα παγκόσμια προβλήματα. Η κοινωνική πρόδος στη χώρα μας είναι άρρηκτα δεμένη με το μέλλον των υπόλοιπων ευρωπαϊκών λαών και της παγκόσμιας κοινότητας.
Ένα θέμα σοβαρό για κάθε είδους επεξεργασία ή πολιτική πρόταση, είναι η σχέση ατομικού – συλλογικού. Οι προσεγγίσεις που αγνοούν την ατομικότητα και υπερτονίζουν την ισχύ των θεσμικών αλλαγών στο όνομα της κοινωνίας, στηρίζονται σε μια διευθυνόμενη κοινωνία η οποία μπορεί από τα πάνω να αλλάξει τα πάντα. Όμως η κοινωνία αποτελείται από ανθρώπους με διαφορετική προσωπικότητα. Για να πετύχει ένα κοινωνικό πείραμα δεν αρκεί μόνο ένα καλό σχέδιο. Προϋποθέτει την οικειοθελή και συνειδητή συμμετοχή του κάθε ξεχωριστού πολίτη. Κανένας συνεταιρισμός ή ομάδα παραγωγών δεν μπορεί να πετύχει όσο καλό και να είναι το θεσμικό πλαίσιο, όταν τα μέλη του δεν έχουν πειστεί τα ίδια, ότι τα συμφέροντά τους θα εξυπηρετούνται καλύτερα μέσα από τον συνεταιρισμό και όχι με την μεμονωμένη ατομική τους δράση. Για την αποτυχία του συνεταιριστικού κινήματος, μπορεί οι εκτιμήσεις να εστιάζουν στην κομματικοποίησή τους, αλλά οι βαθύτερες αιτίες της αποτυχίας τους, συνδέονται με την αδιαφορία των μελών τους, οι οποίοι δεν είχαν πειστεί στην συλλογική δράση μέσα στα πλαίσια του συνεταιρισμού. Κανένας σοσιαλισμός δεν «χτίζεται» από τα πάνω. Καμιά κοινωνική εξέλιξη και καμιά πρόοδος δεν πραγματοποιείται χωρίς την ελεύθερη και συνειδητή συμμετοχή των πολιτών, των ίδιων των ανθρώπων. Άρα, η διαμόρφωση ελεύθερων και δημοκρατικών ανθρώπινων συνειδήσεων δεν μπορεί να υποτιμάται, ούτε να χάνεται μέσα στην συνολική θεώρηση της αριστεράς για μια καλύτερη, δικαιότερη και δημοκρατικότερη κοινωνία.
Στο αρχικό δίλημμα λοιπόν τάσομαι υπέρ μιας δημοκρατικής αριστεράς, η οποία δεν θεωρεί τον εαυτό της κάτοχο της απόλυτης αλήθειας, που δεν διακατέχεται από σύνδρομα να σώσει τον κόσμο, που θέλει να κερδίσει την κοινωνία μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες, που θεωρεί ότι ο σοσιαλισμός της είναι ένα πλουραλιστικό δημοκρατικό πολιτικό σύστημα και μια διαρκής και αέναη διαδικασία βελτίωσης και καλυτέρευσης της ζωής των ανθρώπων και ειδικά των κοινωνικά αδυνάτων σε τοπικό και σε παγκόσμιο επίπεδο. Και αυτό μπορεί να το πετύχει με κοινωνικούς αγώνες και πολιτικές συμμαχίες σε κάθε επίπεδο και ασφαλώς και σε κυβερνητικό, εφόσον ο λαός μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες της δώσει την δύναμη αυτή.
Κώστας Χαϊνάς
15-2-2009