Λίγα χρόνια μετά το ξέσπασμα της ελληνικής επανάστασης
του 1821, στο μικρό τμήμα της απελευθερωμένης πατρίδας μας, οι επικεφαλής των
διαφόρων ομάδων εξουσίας, από τους οπλαρχηγούς, τους πρόκριτους, τους
αρματωλούς, αντιδρούσαν με κάθε μέσον –ακόμη και με ένοπλη εξέγερση- σε κάθε
προσπάθεια του Καποδίστρια να επιβάλλει κάποιους κανόνες δικαίου, στη βάση του
κοινού, του εθνικού συμφέροντος. Κάθε τόσο έπρεπε να στέλνει ένοπλα τμήματα για
να καταστείλει τοπικές εξεγέρσεις κατά της κεντρικής Κυβέρνησης για να
επιβάλλει τους στοιχειώδεις κανόνες, που έπρεπε να έχει ένα ενιαίο Κράτος
δικαίου. Ακόμη και ο Μιαούλης, ο εθνικός μας πυρπολητής, δεν δίστασε να
πυρπολήσει τον ελληνικό στόλο, όταν κάποια στιγμή η κεντρική Κυβέρνηση δεν
δέχθηκε να εξαιρεθεί η Ύδρα από την καταβολή φόρων. Η κάθε φατρία, είχε ως μόνο
στόχο την περιφρούρηση των δικαιωμάτων της φατρίας και τίποτα περισσότερο,
ακόμη και με τη ένοπλη βία. Μετά την απελευθέρωση αυτός ο φατριασμός σημάδεψε
όχι μόνο τα πρώτα χρόνια της μετεπαναστατικής Ελλάδας, αλλά αποτέλεσε το κύριο
χαρακτηριστικό της κοινωνίας μας μέχρι σήμερα. Απλά μετεξελίχθηκε. Στην
επαναστατημένη Ελλάδα ήταν η περιοχή δράσης της κάθε ένοπλης ομάδας. Μετά την
απελευθέρωση ο χώρος του φατριασμού αποτέλεσε το Κράτος. Η κάθε ομάδα εξουσίας,
επιδίωκε να ελέγχει όσο μεγαλύτερο τμήμα του Κράτους μπορούσε διορίζοντας, τους
δικούς της κομματάρχες. Έτσι οικοδομήθηκε το νεότερο Κράτος. Υπάλληλοι του
Κράτους μπορούσε να γίνει μόνο κάποιος, που είχε τα διαπιστευτήρια της κάθε
φορά κυρίαρχης ομάδας. Ακόμη και στην
εποχή που η χώρα μας εντάχθηκε στη μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια και έπρεπε να
κρατηθούν κάποιες αξιοκρατικές διαδικασίες (ΑΣΕΠ), πάντα αυτό το κυρίαρχο
σύστημα εξουσίας, έβρισκε τρόπους (συμβάσεις, stage κ.ά.) να
διορίζει τους δικούς του. Έτσι στις
μεγάλες δημόσιες επιχειρήσεις και δημόσιους οργανισμούς, κυριάρχησαν για χρόνια
πολλά, εκπρόσωποι αυτών των ομάδων εξουσίας με τρομακτική δύναμη.
Έτσι διαιωνίζονταν το φατριαστικό αυτό σύστημα
κατάληψης του δημόσιου χώρου, από τη μια πλευρά με τους λεγόμενους ημετέρους με
την ευρύτερη έννοια, του κυρίαρχου συστήματος εξουσίας και από την άλλη
αναπαραγόταν το πολιτικό σύστημα
εξουσίας. Ένα πολιτικό σύστημα, που τα
τελευταία σαράντα χρόνια πήρε τη μορφή του δικομματισμού, αφού τα κύρια
κοινωνικά και πολιτικά τους στηρίγματα βασίζονταν στις ομάδες αυτές, που οι
ίδιοι είχαν διορίσει στο Κράτος και στο ευρύτερο δημόσιο. Ακόμη και ένα
τμήμα της επιχειρηματικότητας προσδέθηκε στο κρατισμό. Έτσι οικοδομήθηκε το
λεγόμενο πελατειακό Κράτος. Να σημειώσω εδώ ότι κατά καιρούς το κυρίαρχο αυτό
σύστημα, υιοθετούσε και προσελάμβανε ημέτερους ακόμη και από το αντίπαλο
πολιτικό στρατόπεδο, δηλαδή τα παιδιά των αριστερών, εξαγοράζοντας τους
ουσιαστικά, αφού αποτελούσαν σε μεγάλο βαθμό, ένα άλλοθι αντικειμενικότητας και
στην συνέχεια μια μόνιμη πολιτική εφεδρεία.
Αυτός ο κατακερματισμός της ελληνικής κοινωνίας, μας
κατατρέχει και καταδυναστεύει την κοινωνία μας διαχρονικά σε όλες τις εκφάνσεις
της, μέχρι σήμερα. Κάθε φορά που οι «πελάτες» δυσανασχετούσαν με τους
πολιτικούς τους πάτρωνες, είτε απαιτούσαν απ’ αυτούς την ικανοποίηση κάθε
παράλογου αιτήματος που μπορούσε να διανοηθεί κάποιος, ακόμη και ο πιο
αρρωστημένος εγκέφαλος, π.χ. επίδομα έγκαιρης προσέλευσης, κλείδωναν τις πόρτες
του «μαγαζιού» τους, χωρίς να τους ενδιαφέρει αν κάποιοι άλλοι απέξω ταλαιπωριόντουσαν, ή έχαναν το
μεροκάματο τους, γιατί η δημόσια υπηρεσία που αυτοί είχαν κλείσει δεν τους
εξυπηρετούσε. Οι υπάλληλοι των ΟΤΑ, θεωρούν ότι οι Δήμοι είναι δικοί τους και
μπορούν να τους καταλαμβάνουν όποτε θέλουν και να αφήνουν να πλημμυρίζουν οι
πόλεις με σκουπίδια, όποτε αυτοί κρίνουν αδιαφορώντας για τους υπόλοιπους. Οι
εργαζόμενοι της ΔΕΗ έχουν αποδείξει στο παρελθόν, ότι μπορούν ανά πάσα στιγμή
να κατεβάζουν τους διακόπτες και να βυθίζουν τη χώρα στο σκοτάδι, αν κάποιος
διανοηθεί να τους αμφισβητήσει την εξουσία και το ρόλο τους. Οι εκπαιδευτικοί,
θεωρούν ότι μπορούν να κάνουν ότι θέλουν με τους μαθητές που τους εμπιστεύθηκε
η ελληνική κοινωνία να τους μορφώσει και να εξαγγέλλουν απεργία μέσα στις
εξετάσεις, γιατί δεν θέλουν να κάνουν δύο ώρες παραπάνω. Ανεξάρτητα από τους χειρισμούς και την αυταρχικότητα της Κυβέρνησης στο
θέμα της ΕΡΤ, οι εργαζόμενοι της θεωρούν ότι η ΕΡΤ είναι δική τους και μπορούν
να την καταλαμβάνουν, να χρησιμοποιούν την περιουσία της και τις υποδομές της για
να μεταδίδουν τα δικά τους μηνύματα, ενώ δεν τους ανήκει, αφού είναι δημόσια
περιουσία.
Όλες αυτές οι κοινωνικές ομάδες – συντεχνίες θεωρούν
τα κεκτημένα τους αυτά, αποτέλεσμα της συναλλαγής τους με το κυρίαρχο πολιτικό
σύστημα και με την ανοχή ή μάλλον την
σύμφωνη γνώμη της αριστεράς, δεδομένα –status
guo- για
δεκαετίες, ανεξάρτητα αν είναι δίκαια ή όχι. Έτσι λίγο πολύ πορευόμασταν για
δεκαετίες, ώσπου ήρθε η κρίση, να μας θέσει αμείλικτα ερωτήματα. Ή σταματούσαμε
τον κατήφορο του υπερκαταναλωτισμού και των ασύδοτων κρατικών δαπανών με
δανεικά, είτε χρεοκοπούσαμε. Οι διεθνείς αγορές σταμάτησαν να μας δανείζουν και
τότε ζητήσαμε βοήθεια από τη διεθνή κοινότητα και τους εταίρους μας ευρωπαίους.
Το πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας μας, πρωτόγνωρο για τα διεθνή δεδομένα,
για τρία χρόνια τώρα στηρίζει και καλύπτει τα ελλείμματά μας. Το πολιτικό σύστημα αρνείται να δει την
πραγματικότητα. Από το 2010 κόντρα σε κάθε ορθολογισμό, αρνείται κάθε αλλαγή
στο Κράτος, στους θεσμούς, στην κοινωνία. Για όλα φταίει το μνημόνιο. Και
δεν αναφέρομαι μόνο στην αντιπολίτευση, η οποία θεωρεί ότι τα προβλήματα της
ελληνικής κοινωνίας ξεκινάμε με την υπογραφή του 1ου μνημονίου. Σε
πολλές αναλύσεις, διαβάζουμε ότι τα προβλήματά μας ξεκινάνε με το μνημόνιο του
2010. Ανεξάρτητα από τους χειρισμούς της τότε Κυβέρνησης, του 2010 – που θα
κριθούν από την ιστορία για την ανεπάρκειά τους- η ουσία είναι ότι η διεθνής κοινότητα και ιδιαίτερα οι ευρωπαίοι
εταίροι μας, αποφασίζουν να στηρίξουν τη χώρα με δισεκατομμύρια, εμπρός στον
κίνδυνο μιας ανοικτής χρεοκοπίας.
Κάποιοι θα πουν ότι το έκαναν για το συμφέρον τους.
Έστω και αν ισχύει αυτό, δηλαδή ότι το
έκαναν και για δικό τους συμφέρον, γιατί μια πιθανή κατάρρευση της χώρας μας θα
ήταν το χειρότερο σενάριο για τις δικές τους χώρες, αλλάζει την εικόνα, ότι
δηλαδή μας στήριξαν ; Όχι βέβαια. Η
ουσία είναι ότι η χώρα απέφυγε την ανοικτή χρεοκοπία, γιατί μας στήριξαν και
μας στηρίζουν οι εταίροι μας. Το θέμα είναι ότι το πολιτικό σύστημα της χώρας
μας, από τη πρώτη στιγμή ήταν αντίθετο σε κάθε αλλαγή, σε κάθε μεταρρύθμιση, σε
κάθε μέτρο, που προβλεπόταν από το μνημόνιο. Και ο κύριος λόγος είναι γιατί
οι αλλαγές αυτές, έθιγαν την πολιτική του πελατεία και περιόριζαν τον δικό του
ρόλο. Κάθε φορά, με το φόβητρο της δόσης υποχρεωνόταν το πολιτικό σύστημα να
πάρει με το ζόρι, κάποια μέτρα και αυτά κολοβά και μισερά. Ποτέ δεν κάθισε
–τρία χρόνια τώρα- με ψυχραιμία και παρρησία να μελετήσει τα γνωστά προβλήματα
του κρατικού μηχανισμού και να πει την αλήθεια στον ελληνικό λαό. Δεν μας χρειάζονται αυτοί οι οργανισμοί για
αυτόν και για αυτόν τον λόγο, δεν μας χρειάζεται να έχουμε αυτήν την ΕΡΤ, δεν
χρειάζεται να έχουμε αυτές ή εκείνες τις δομές, και χρειάζεται να τις κλείσουμε
και αναπόφευκτα θα απολυθούν κάποιοι άνθρωποι. Αυτό δεν είναι καθόλου
ευχάριστο, αλλά είναι απαραίτητο όταν θέλεις να περισώσεις το μείζον, που είναι
η ελληνική κοινωνία και οικονομία. Η αλήθεια είναι βέβαια –αν θέλουμε να
μιλήσουμε με οικονομικούς όρους- ότι κάθε άχρηστη θέση εργασίας που περισώνουμε
στο δημόσιο, περίπου τρεις θέσεις εργασίας χάνονται στον ιδιωτικό τομέα. Το 1,5
εκατομμύρια ανέργους του ιδιωτικού τομέα δεν λέει κάτι ; Όμως αυτό μάλλον δεν
ενδιαφέρει το πολιτικό σύστημα, γιατί ως συνήθως τα δικά του παιδιά
απασχολούνται κυρίως στο δημόσιο τομέα. Τα άλλα, του ιδιωτικού τομέα, είναι τα
λεγόμενα αποπαίδια, γιατί δεν τους έχουμε δεδομένους πολιτικά.
Ναι, είναι δυσάρεστο να μιλάμε για απολύσεις, αλλά
γίνονται απαραίτητες, μετά το όργιο προσλήψεων
που έγιναν στο δημόσιο τα σαράντα προηγούμενα χρόνια. Ποτέ όμως μέχρι
σήμερα το πολιτικό σύστημα δεν ήρθε αντιμέτωπο με αυτό το δίλημμα και όποτε
ήρθε, ήταν μετά από τις πιέσεις της τρόικας. Επιτέλους, είμαστε τόσο ανίκανοι να πούμε που, πόσοι και ποιοι
χρειάζονται στο δημόσιο τομέα ; Όχι βέβαια, δεν θέλαμε. Τρία χρόνια τώρα
κλείνουμε τα μάτια, για αυτούς, είτε λέγονται συμβασιούχοι που έχει λήξει η
σύμβασή τους, είτε λέγονται επίορκοι, είτε λέγονται προσληφθέντες από την πίσω
πόρτα. Έτσι λοιπόν κοινωνία και πολιτικό σύστημα πορευόμαστε τρία χρόνια τώρα,
με την ανοχή των εταίρων μας, βλέποντας
ότι δεν θέλουμε να αλλάξουμε τίποτα, άσχετα αν εμείς τους θεωρούμε και τους
αντιμετωπίζουμε ως κουτόφραγκους, που μπορούμε να τους κοροϊδεύουμε,
υπογράφοντας χαρτιά ότι κάτι αλλάζουμε και στην πράξη να μην αλλάζουμε τίποτα.
Αυτό κάνουμε τρία χρόνια τώρα, αλλάζοντας ελάχιστα πράγματα και όταν έληγαν οι
προθεσμίες παίρναμε οριζόντια, άδικα και πρόχειρα μέτρα. Μάλιστα Κυβέρνηση και
αντιπολίτευση τους κατηγορούν κάθε τόσο, γιατί έκαναν λάθος στον
πολλαπλασιαστή και τους ζητάμε και τα
ρέστα γιατί δεν υπολόγισαν με ακρίβεια το ποσοστό της ύφεσης. Και δεν
ντρεπόμαστε. Τρία χρόνια τώρα δεν
μπορέσαμε να απελευθερώσουμε το επάγγελμα του ταξιτζή, δεν μπορέσαμε ούτε το
περιουσιολόγιο να εφαρμόσουμε και εμείς
να ζητάμε νέες παρατάσεις από τους δανειστές μας, γιατί δεν υπολόγισαν με
ακρίβεια την ύφεση. Και όχι μόνο αυτό. Τους ζητάμε να σταματήσουν τη
λιτότητα εδώ και τώρα στην Ελλάδα και στην Ευρώπη ολόκληρη. Μάλιστα με περισσή
αλαζονεία κάποιοι λένε, ότι εάν αναλάβουν αυτοί στην Ελλάδα, τότε θα αλλάξουν
και την Ευρώπη. Λες και η λιτότητα
σταματάει αποφασίζοντας να σταματήσει. Λες και η ανάπτυξη έρχεται πατώντας ένα
κουμπί. Τα λεφτά όμως δεν μας λένε ποιος θα τα βάλει. Στο βάθος του μυαλού
τους βέβαια έχουν τη γνωστή λύση, να πληρώσουν οι πλούσιες χώρες του βορά. Αυτό
δηλαδή που κάνουν κατά κανόνα και σήμερα. Απλά ζητάνε να πληρώσουν περισσότερα.
Τόση αριστερή πολιτική. Διαβάζω τις εναλλακτικές προτάσεις της αντιπολίτευσης
και δεν βλέπω τίποτα το διαφορετικό από αυτό που κάνουν τρία χρόνια τώρα οι
διάφορες ελληνικές Κυβερνήσεις, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο. Δηλαδή να
διαπραγματεύονται. Αυτοί όμως θα διαπραγματευτούν, λένε, πιο σκληρά με την
τρόικα. Εντάξει και έστω ότι πείθονται οι εταίροι και δανειστές μας, μετά από
τις σκληρές διαπραγματεύσεις να πάνε πιο πίσω τις υποχρεώσεις μας, να μειώσουν
και άλλο τα επιτόκια, να μην μετράει στο χρέος της χώρας τα κεφάλαια της
ανακεφαλαιοποίησης των Τραπεζών, να εκδοθεί ευρωομόλογο κάποια στιγμή και άλλα
ίσως μέτρα, όπως το «κούρεμα» του χρέους, που τα λένε και τα διεκδικούν και οι
μέχρι σήμερα «μνημονιακές» Κυβερνήσεις της χώρας. Τι αλλάζει ; Η ουσία της
πολιτικής σήμερα όλων των κομμάτων του ευρωπαϊκού τόξου είναι ίδια. Εντάξει η
αντιπολίτευση ξεχωρίζει για το ύφος της. Λέει ότι θα κάνει σκληρές
διαπραγματεύσεις. Κάποια στελέχη της μπορεί να λένε και κάποιους
χαρακτηρισμούς, όπως οι τοκογλύφοι, η αποικία χρέους και άλλα ηχηρά παρόμοια,
αλλά αυτά καταλαβαίνει και ένα παιδί ότι είναι για εσωτερική κατανάλωση. Έστω λοιπόν ότι πείθονται οι εταίροι και
δανειστές μας, κάτω από την πίεση ή την
γοητεία της αντιπολίτευσης. Τι θα
γίνει ; θα μας πούνε συνεχίστε τη ζωή σας όπως κάνατε μέχρι το 2009 και μην
αλλάζετε τίποτα ; Υπάρχει κάποιος σοβαρός άνθρωπος στη χώρα αυτή που να
πιστεύει κάτι τέτοιο ; Δεν νομίζω. Εδώ όμως είναι και το κλειδί της
υπόθεσης. Εφόσον λοιπόν στην ουσία δεν διαφωνείτε με την ευρωπαϊκή πορεία της
χώρας, ελάτε και εσείς να διαπραγματευθούμε την πορεία της χώρας. Όλοι μαζί, να
καταλήξουμε σε ένα δικό μας εθνικό μνημόνιο και να το υλοποιήσουμε με την
συγκρότηση μιας πανεθνικής Κυβέρνησης δημοκρατικής συνεργασίας.
Ποια είναι λοιπόν η λύση για τη χώρα μετά την
αναχώρηση της Δημοκρατικής Αριστεράς από την Κυβέρνηση ; Το μέγεθος και το
βάθος των προβλημάτων είναι τέτοιο, που γίνεται ακατόρθωτο επίτευγμα για την
σημερινή δικομματική Κυβέρνηση, οποιαδήποτε αλλαγή ή μεταρρύθμιση επιδιώξει να
κάνει. Πρώτον, γιατί ένα μεγάλο τμήμα
της δεν θέλει, δεύτερον γιατί δεν έχει το ηθικό κεφάλαιο, μετά και την
αποχώρηση της Δημοκρατικής Αριστεράς, να πείσει την κοινωνία για την ανιδιοτέλεια
και την αγαθότητα των προθέσεών της και τρίτον γιατί αυτές οι αλλαγές και οι
μεταρρυθμίσεις είναι καίριας σημασίας και απαιτούν την μέγιστη κοινωνική και
πολιτική πλειοψηφία των δυνάμεων του δημοκρατικού και ευρωπαϊκού τόξου.
Μακάρι να τα καταφέρει, αλλά όλα τα στοιχεία δείχνουν ότι δεν θα τα καταφέρει,
ακόμη και αν όλες οι δυνάμεις που την στηρίζουν ομόφωνα και ομόθυμα συνεχίσουν
να την στηρίζουν, ακόμη και στις επερχόμενες μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις που
αναμένονται στο αμέσως προσεχές διάστημα, ενός αναμενόμενου πολύ θερμού
φθινόπωρου.
Αυτό σημαίνει ότι, αυτές οι αλλαγές – της
μεταρρύθμισης του Κράτους και των άλλων απαραίτητων αλλαγών- μπορεί να γίνουν, μόνο από μια ευρύτατη Κυβερνητική
πλειοψηφία, με την υποχρεωτική συμμετοχή της Νέας Δημοκρατίας και του ΣΥΡΙΖΑ
τουλάχιστον. Αμιγώς Κυβέρνηση της δεξιάς, είτε της αριστεράς, δεν μπορεί να
υπάρξει και να επιβιώσει, με δεδομένους τους κοινωνικούς και πολιτικούς
συσχετισμούς. Όχι μόνο, γιατί τα
αποτελέσματα των εκλογών, σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις δεν θα μπορούν να
δώσουν αυτοδύναμες Κυβερνήσεις της δεξιάς, είτε της αριστεράς, αλλά κυρίως
γιατί οι επιχειρούμενες αλλαγές μπορούν να γίνουν μόνο από μια Κυβέρνηση
καθολικής υποστήριξης των δημοκρατικών δυνάμεων της ευρωπαϊκής προοπτικής.
Άρα, είτε τώρα, είτε αύριο, είτε πριν, είτε μετά τις εκλογές, ικανή και
αναγκαία συνθήκη επιβίωσης μιας νέας Κυβέρνησης, είναι η στήριξη από όλες τις
δημοκρατικές και ευρωπαϊκές δυνάμεις, από τη Νέα Δημοκρατία δηλαδή και έως και
τον ΣΥΡΙΖΑ. Στις συνθήκες αυτές καμιά δύναμη πλέον, δεν μπορεί να αρνείται την
ανάληψη Κυβερνητικών ευθυνών. Καμιά πολιτική δύναμη δεν μπορεί να σφυρίζει
αδιάφορη για την πορεία της χώρας. Οι
ίδιοι οι πολίτες, οι ίδιοι οι ψηφοφόροι του κάθε κόμματος, θα υποχρεώσουν την
κάθε δύναμη να αναλάβει και Κυβερνητικές ευθύνες, για την ανόρθωση της χώρας.
Αυτός είναι και ο νέος, εθνικός ρόλος της
Δημοκρατικής Αριστεράς. Με την καλύτερη
εκδοχή, αποχωρεί από την Κυβέρνηση, διαπιστώνοντας ότι το εγχείρημα της
μεταρρύθμισης της χώρας, είναι γιγάντιο, οι δικοί της ώμοι αποδεικνύονται πολύ
αδύναμοι και γενικά δεν αρκούν οι υπάρχουσες συνεργαζόμενες δυνάμεις, για να
μπορέσουν να σηκώσουν αυτό το τιτάνιο έργο του μετασχηματισμού του Κράτους και
της κοινωνίας μας σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό, ευρωπαϊκό Κράτος. Στις νέες
συνθήκες αναζητά έναν νέο καταλυτικό ρόλο, για το συμφέρον κυρίως της χώρας.
Και αυτός δεν είναι άλλος από τον σταθεροποιητικό και συνδετικό παράγοντα μιας
νέας Κυβέρνησης, όλων των δημοκρατικών δυνάμεων, από τη Νέα Δημοκρατία έως και
τον ΣΥΡΙΖΑ, είτε πριν είτε μετά τις εκλογές, όποτε και αν γίνουν αυτές. Μα τι λες θα πει κάποιος λογικός άνθρωπος. Ο ΣΥΡΙΖΑ
είναι στα κάγκελα τόσα χρόνια. Θα αλλάξει τώρα ; Μπορούμε να συνεννοηθούμε με
το ΣΥΡΙΖΑ ; Απαντώ. Ας μην αλλάξει. Πρόβλημά του. Εμείς έχουμε υποχρέωση να πούμε
στον κόσμο του για τις ευθύνες του που δεν τις αναλαμβάνει τρία χρόνια τώρα.
Ο άλλος ρόλος της Δημοκρατικής Αριστεράς στις νέες
συνθήκες που διαμορφώνονται, μετά την αποχώρησή της από την Κυβέρνηση, είναι ο
δημιουργικός ρόλος μιας δύναμης, η οποία δεν θα λειτουργεί ως οιονεί
αντιπολίτευση, αλλά ως μια δύναμη
προωθητική, αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, ως να κυβερνούσε η ίδια, με πολιτικές
πρωτοβουλίες στην Βουλή και στην Κοινωνία και όχι απλά ψηφίζοντας τα θετικά και
καταψηφίζοντας τα αρνητικά των Κυβερνητικών πρωτοβουλιών. Τέλος αναλαμβάνει
μια μεγάλη πρωτοβουλία μέσα στην κοινωνία, για την δημιουργία των προϋποθέσεων
μιας νέας συνάντησης όλων των δημοκρατικών προοδευτικών, μεταρρυθμιστικών
δυνάμεων, από τους φιλελεύθερους δημοκράτες, έως τους αντιλαϊκιστές της
αριστεράς, για τη συγκρότηση της μεγάλης Δημοκρατικής Παράταξης. Η δράση της στα τρία αυτά επίπεδα θα
καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό την πορεία της το επόμενο διάστημα.
11-7-2013
Κώστας Χαϊνάς