Τα αποτελέσματα των εκλογών της 6ης Μαίου
είναι γνωστά. Ο δικομματισμός ουσιαστικά κατέρρευσε και εάν δεν υπήρχε ο
εκλογικός νόμος, τα αποτελέσματα σε επίπεδο εδρών γι αυτόν θα ήταν ακόμη χειρότερα.
Με βάση τα ποσοστά που έλαβαν οι πολιτικές δυνάμεις που ζήτησαν την ψήφο των
πολιτών κάνουμε τις εξής επισημάνσεις.
Οι δυνάμεις που έχασε το ΠΑΣΟΚ κατέφυγαν κυρίως προς
το ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως προς τη ΔΗΜΑΡ. Οι δυνάμεις που έχασε η ΝΔ κατέφυγαν
κυρίως προς το κόμμα του κ. Καμμένου και δευτερευόντως προς άλλα μικρότερα
κόμματα που δεν εκπροσωπήθηκαν στη βουλή. Αξιοσημείωτη είναι η σημαντική άνοδος
της «Χρυσής Αυγής», η οποία βρήκε γόνιμο έδαφος στο κλίμα που έχει δημιουργηθεί
στην ελληνική κοινωνία από τις διαχρονικές πολιτικές ατιμωρησίας και αδιεξόδων
των δύο κομμάτων του δικομματισμού, αλλά και από την πολιτική αυτό-εξουδετέρωση
του ΛΑΟΣ.
Οι μεγάλοι νικητές βέβαια είναι ο ΣΥΡΙΖΑ και το κόμμα
του κ. Καμμένου και δευτερευόντως η Δημοκρατική Αριστερά του κου Κουβέλη. Το
θέμα στο σημείωμα μας αυτό, είναι να
εξετάσουμε ποιες συγκεκριμένες δυνατότητες και ευκαιρίες για αλλαγές και
μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η χώρα, δημιούργησαν τα αποτελέσματα των
εκλογών και κατά πόσο αξιοποιήθηκαν από τις πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς
που αναδείχθηκαν οι πιο κερδισμένοι αυτών των εκλογών.
Κατ’αρχήν όσον αφορά το ΚΚΕ. Σταθερά προσηλωμένο σε
μια πολιτική απομονωτισμού και αναχωρητισμού η ηγεσία του απέρριψε
κατηγορηματικά κάθε ιδέα για συνεργασία, πόσο μάλλον για Κυβερνητική συνεργασία
με τις άλλες δυνάμεις της αριστεράς. Δεν χρειάζεται άλλο σχολιασμό. Η ηγεσία
του ΚΚΕ είναι προσκολλημένη σε έναν δογματισμό που την εμποδίζει να δει την
πραγματικότητα. Κάθε προσπάθεια για αλλαγή και μεταρρύθμιση του συστήματος είναι
ύποπτη γι αυτήν και την απορρίπτει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ως 2η δύναμη ανέλαβε την
διερευνητική εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης. Η Δημοκρατική Αριστερά του έδωσε
άμεση στήριξη. Το ΚΚΕ απέρριψε ακόμη και την ιδέα συνάντησης Τσίπρα-Παπαρήγα.
Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ έτριβαν τα χέρια τους από ικανοποίηση όταν έβλεπαν τον
αντισυστημικό Τσίπρα να ακολουθεί τις αστικές διαδικασίες διερεύνησης, έστω και
με ανορθόδοξες γι αυτούς πρακτικές, όπως συναντήσεις με κόμματα εκτός βουλής,
είτε με κοινωνικούς φορείς. Και κάποιοι άλλοι βέβαια των συνιστωσών του ΣΥΡΙΖΑ,
ίσως και κάποιοι του ΣΥΝ να έβγαλαν σπυράκια βλέποντας τον αρχηγό να ασχολείται
σοβαρά με αυτές τις «αστικές διαδικασίες». Το πιο αστείο στην υπόθεση ήταν όταν και τα
δύο κόμματα του δικομματισμού προσφέρθηκαν με ιδιαίτερη χαρά, να δώσουν απλόχερα
στήριξη σε περίπτωση που ο ΣΥΡΙΖΑ θα συγκροτούσε Κυβέρνηση της αριστεράς, όπως
έλεγε. Άσχετα εάν το εννοούσαν πραγματικά ή όχι και τα δύο κόμματα ήθελαν με
την απλόχερη αυτή στήριξή τους να πετύχουν δύο πράγματα. Να αποφύγουν τις
επαναληπτικές εκλογές κατά πρώτον και κατά δεύτερον να «στριμώξουν» το ΣΥΡΙΖΑ
με μια Κυβερνητική ευθύνη διαχείρισης πολύ δύσκολών θεμάτων τα οποία έχουμε να
αντιμετωπίσουμε το επόμενο διάστημα ως χώρα, με σκοπό ασφαλώς να τον φθείρουν
στο ριζοσπαστικό ακροατήριο που τον ψήφισε. Όμως φαινόταν από την αρχή ότι ο
ΣΥΡΙΖΑ δεν «μάσαγε». Όλα έδειχναν ότι είχε αποφασίσει να μην μπει στην ουσία
της διαδικασίας σχηματισμού Κυβέρνησης. Είτε γιατί έβλεπε ότι δεν του έβγαιναν
τα «κουκιά», όπως ίσως τα ήθελε, είτε γιατί είχε επιλέξει να μην μπερδευτεί με
αυτές τις διαδικασίες οι οποίες του χάλαγαν το ριζοσπαστικό προφίλ με το οποίο
κέρδισε αυτό το σημαντικό ποσοστό των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων του
δικομματισμού, λοξοκοιτώντας τις επαναληπτικές εκλογές. Και έτσι ολοκληρώνεται
κάπως άδοξα η διερευνητική εντολή του κου Τσίπρα και περνάμε σε νέα φάση, όπου
η Δημοκρατική Αριστερά του κ. Κουβέλη καταθέτει μια ρεαλιστική πρόταση
σχηματισμού μιας Κυβέρνησης συνεργασίας με την προϋπόθεση συμμετοχής και του
ΣΥΡΙΖΑ και την στήριξη ή συμμετοχή δημοκρατικών και προοδευτικών δυνάμεων με
ευρωπαϊκό προσανατολισμό και οι οποίες θα δεσμευόντουσαν σε ένα ελάχιστο
προγραμματικό πλαίσιο μεταρρυθμίσεων και αλλαγών και με την σταδιακή
απαγκίστρωση από το μνημόνιο.
Ας εξετάσουμε αυτή την πρόταση με δεδομένα το
συγκεκριμένο συσχετισμό δυνάμεων που έχει διαμορφωθεί μετά τις εκλογές, την
κρισιμότητα της κατάστασης και την αδύναμη θέση που έχει περιέλθει ο
δικομματισμός με ένα ΠΑΣΟΚ και μια ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ να ψάχνουν τα κόμματά τους
και να μην τα βρίσκουν. Και το ερώτημα
είναι : Πότε αλήθεια ήταν καλύτερες οι
συνθήκες για την αριστερά από τη μεταπολίτευση, για να παρέμβει στις εξελίξεις
όχι απλά καταγγέλλοντας, αλλά αναλαμβάνοντας συγκεκριμένες ευθύνες ακόμη και
Κυβερνητικές; Σε ένα πολιτικό τοπίο όπου ο δικομματισμός είναι
ξεδοντιασμένος, δίνεται μια μοναδική ευκαιρία στην αριστερά να πρωταγωνιστήσει
στις εξελίξεις, να θέσει ζητήματα όπως η απλή αναλογική, η κατάργηση του νόμου
περί ευθύνης υπουργών και μια σειρά άλλες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που έχει
ανάγκη η κοινωνία και ο τόπος. Δημοκρατική μεταρρύθμιση του Κράτους, χωρισμός
Κράτους και Εκκλησίας, διαφάνεια στις κρατικές προμήθειες, μείωση των
στρατιωτικών δαπανών, αξιοκρατία και αξιολόγηση των δημόσιων υπηρεσιών και
λειτουργών και μια σειρά άλλες μεταρρυθμίσεις και ώριμες αλλαγές για την σταδιακή μετεξέλιξη
του Κράτους μας σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό δημοκρατικό Κράτος. Και για το
μνημόνιο που τόσο αγώνα έκανε η αριστερά να το καταργήσει, δίνεται μια μοναδική
ευκαιρία να αμφισβητηθεί από όλο το πολιτικό σύστημα, αφού όρος απαράβατος
σχηματισμού αυτής της Κυβέρνησης είναι η σταδιακή απαγκίστρωση από το μνημόνιο.
Που πρακτικά σημαίνει ότι αυτή η νέα Κυβέρνηση θα αναλάβει συγκεκριμένες πρωτοβουλίες
που θα ακυρώνει στην πράξη άδικες πολιτικές, όπως οι οριζόντιες περικοπές
μισθών και συντάξεων, οι εργασιακές σχέσεις και μια σειρά άλλα θέματα τα οποία
θα δρομολογήσει προς αναθεώρηση. Ακούγοντας αυτές τις μέρες τον Αλέξη Τσίπρα,
αλλά και κάποια άλλα σημαντικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, σου δημιουργείται η εντύπωση
προς στιγμήν ότι η απόσταση για να αποδεχθεί μια τέτοια πρόταση είναι πολύ
μικρή. Και λέω προς στιγμή γιατί εντός ολίγου κάποιο άλλο στέλεχος ή ο ίδιος ο
Αλέξης Τσίπρας σου αλλάζει την εντύπωση και σε πείθει ότι το μόνο που βλέπει
είναι οι επαναληπτικές εκλογές.
Υπάρχουν κάποια αμείλικτα ερωτήματα τα οποία πρέπει
να σκεφτεί καλά η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Και αν πάμε σε επαναληπτικές εκλογές,
αλήθεια τι είδους ριζικές αλλαγές μπορούν να γίνουν στο συσχετισμό των δυνάμεων
; Και ας υποθέσουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βγει πρώτη δύναμη και πάρει και τις πενήντα
έδρες μπόνους τι θα γίνει ; Θα μπορέσει να κάνει Κυβέρνηση της Αριστεράς ; Και
οι άλλες δυνάμεις τι θα κάνουν ; Θα μείνουν αμέτοχες και αμήχανες για πολύ καιρό
; Μήπως αυτό που επιδιώκει ο ΣΥΡΙΖΑ μετατραπεί σε μπούμερανγκ ; Μήπως αυτή η
τακτική του ΣΥΡΙΖΑ τους δώσει τα κατάλληλα καύσιμα για την επανασυγκρότηση και
αναδιάταξη τους ; Οι αλλαγές στους συσχετισμούς δεν γίνονται μόνο με κάποιους
έξυπνους και επικοινωνιακούς χειρισμούς. Οι δυνάμεις της αριστεράς δεν
δυναμώνουν με απλές μετατοπίσεις αγανακτισμένων ψηφοφόρων του δικομματισμού,
αλλά με σταθερές και επίπονες διαδικασίες πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών.
Μήπως
λοιπόν η σημερινή συγκυρία ενός ξεδοντιασμένου και αμήχανου δικομματισμού
αποτελεί μια μοναδική ευκαιρία για την ανανεωτική και δημοκρατική αριστερά να
παρέμβει στις εξελίξεις και να διαμορφώσει την επόμενη μέρα στη χώρα ;
Ξαναλέω το ζητούμενο σήμερα δεν είναι ο σοσιαλισμός. Είναι η υλοποίηση κάποιων
συγκεκριμένων δημοκρατικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων που αγωνίζεται για
δεκαετίες τώρα η αριστερά χωρίς κανένα αποτέλεσμα και η επαναδιαπραγμάτευση των
θεμάτων της δανειακής σύμβασης και του μνημονίου, στο φως των νέων εξελίξεων
και του τοπίου που διαμορφώνεται στην Ευρώπη με την αλλαγή των συσχετισμών των
δυνάμεων. Και σήμερα της δίνεται μια μοναδική ευκαιρία να την αξιοποιήσει. Και
πρέπει να την αξιοποιήσει και να μην την απεμπολήσει. Μπορεί και να μην
πετύχει. Δηλαδή να σχηματιστεί μια Κυβέρνηση με την στήριξη και την συμμετοχή
της Αριστεράς και να μην μπορεί να προχωρήσει τις αλλαγές και τις
μεταρρυθμίσεις που θα τεθούν και θα έχουν συμφωνηθεί. Όμως στην περίπτωση αυτή
η αριστερά θα έχει προσπαθήσει και θα έχει πείσει την κοινωνία ότι δεν περιορίζεται
μόνο στις καταγγελίες, αλλά τολμά να αναλαμβάνει και ευθύνες. Και αυτός είναι
ένας πιο σίγουρος και σταθερός τρόπος να κερδίζει τους πολίτες με την πολιτικής
της.
Θα
τολμήσει η Αριστερά ;
Κώστας Χαϊνάς
Χαλκίδα 12-5-2012